Παρθενώνας
Ο Παρθενώνας είναι το πρώτο και σπουδαιότερο μνημείο στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως των κλασικών χρόνων, ένα οικοδόμημα θαυμαστό για τις αναλογίες του και την αριστοτεχνική κατασκευή του. Ο λόφος της Ακρόπολης είναι φυσικά οχυρός και απρόσιτος από όλες του τις πλευρές εκτός από τη δυτική. Ο βράχος προστατεύτηκε με τείχη, ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή, και ίχνη αυτής της οχύρωσης είναι ορατά, κυρίως, στα νοτιοανατολικά των Προπυλαίων.
Το μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO είναι αφιερωμένο στην προστάτιδα της πόλης των Αθηναίων, Αθηνάς Παρθένου. Κτίσθηκε το 447-438 π.Χ., στο πλαίσιο του ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος, με πρωτοβουλία του Περικλή. Για την κατασκευή του Παρθενώνα συνεργάστηκαν οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης, ενώ ο γλύπτης Φειδίας είχε την ευθύνη του γλυπτού διακόσμου, καθώς και την γενική επίβλεψη του έργου. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ως «επίσκοπος πάντων» από τον ιστορικό Πλούταρχο. Η πρώτη πηγή στην οποία ολόκληρο το κτίριο χαρακτηρίζεται ως Παρθενώνας είναι κείμενο του ρήτορα Δημοσθένη (4ος π.Χ. αιώνας) ενώ σε έγγραφα του 5ου π.Χ. αιώνα αναφερόταν ως ο «ναός».
Πρόκειται για περίπτερο διπλό δωρικό ναό (με πολλά ιωνικά στοιχεία) κατασκευασμένο από Πεντελικό μάρμαρο ( με εξαίρεση το στυλοβάτη, ο οποίος κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο) με εξάστυλο αμφιπρόστυλο σηκό, διαστάσεων περίπου 70 μέτρων μήκος, 31 μέτρα πλάτος και 15 μέτρα ύψος. Το κτίριο αποτελείτο από, περίπου, 16.500 μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη. Η στέγη του ναού ήταν δίρριχτη, ξύλινη και καλυπτόταν από μαρμάρινα κεραμίδια. Τα περιμετρικά πτερά, καθώς και ο πρόναος και ο οπισθόναος είχαν μαρμάρινες οροφές από μεγάλες οριζόντιες πλάκες με φατνώματα, τετράγωνες βαθύνσεις με περιμετρικά κυμάτια και ζωγραφιστές διακοσμήσεις στο κέντρο. Ο Παρθενώνας, ήταν φημισμένος για τις λεγόμενες εκλεπτύνσεις, αποκλίσεις από τις γεωμετρικές μορφές ή καμπυλότητες, χάρη στις οποίες το κτίριο έμοιαζε σαν ένας ζωντανός οργανισμός με εσωτερική πνοή.
Αριστούργημα εθεωρείτο το μεγάλο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, έργο του γλύπτη Φειδία (ύψους περίπου 13 μέτρων) το οποίο δέσποζε στο εσωτερικό του ναού. Για την μορφή του αγάλματος έχουμε μία ιδέα μονάχα από μικρά ρωμαϊκά αντίγραφα. Η θεά, όρθια, φορούσε μακρύ πέπλο και αιγίδα με παράσταση της κεφαλής της Μέδουσας, ενώ το κεφάλι της κοσμούσε περίτεχνη περικεφαλαία πλούσια στολισμένη με μυθολογικά ζώα. Στο δεξί της χέρι κρατούσε άγαλμα της θεάς Νίκης και με το αριστερό της την ακουμπισμένη στο έδαφος ασπίδα της. Εξωτερικά, η ασπίδα είχε ανάγλυφη παράσταση Αμαζονομαχίας και εσωτερικά ζωγραφική παράσταση Γιγαντομαχίας. Επίσης, στις παρυφές των σανδαλιών της υπήρχαν ανάγλυφες σκηνές Κενταυρομαχίας. Τέλος, στο βάθρο του αγάλματος υπήρχε ανάγλυφη παράσταση της γέννησης της Πανδώρας.
Τα αετώματα του Παρθενώνα κοσμούνται με γλυπτές συνθέσεις εμπνευσμένες από την ζωή της θεάς Αθηνάς. Στα ανατολικά εικονίζεται η γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του πατέρα της Δία, παρουσία όλων των θεών του Ολύμπου και στα δυτικά η διαμάχη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κηδεμονία της πόλης των Αθηνών. Οι 92 μετόπες ήταν τα πρώτα τμήματα του ναού που διακοσμήθηκαν με ανάγλυφες μυθολογικές παραστάσεις από σπουδαίους γλύπτες της εποχής (445-440 π.Χ.) και είναι τοποθετημένες πάνω από το επιστύλιο της εξωτερικής κιονοστοιχίας του ναού και κάτω από το γείσο. Στην ανατολική πλευρά παριστάνεται η Γιγαντομαχία, στη δυτική πλευρά η Αμαζονομαχία, στη νότια η Κενταυρομαχία και τέλος στη βόρεια πλευρά σκηνές από τον Τρωικό Πόλεμο.
Η ζωφόρος περιέτρεχε το επάνω τμήμα του σηκού και των προστάσεων του ναού και το θέμα της διακόσμησής της ήταν η μεγαλοπρεπής πομπή των Παναθηναίων, της σημαντικότερης γιορτής των Αθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Είχε 160 μέτρα μήκος και σχεδόν 1 μέτρο πλάτος. Το θέμα της ζωφόρου θεωρείται πρωτοποριακό, αφού δεν διηγείται ένα μυθολογικό γεγονός, αλλά ένα πραγματικό. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την πομπή και την παράδοση του πέπλου από τον λαό της Αθήνας στη προστάτιδα θεά Αθηνά. Την σύνταξη, την πορεία και το τέρμα εκπροσωπούν 400 μορφές ανθρώπων και θεών, καθώς και 200 μορφές ζώων.
Ο Παρθενώνας διατηρήθηκε άθικτος έως και τους Μακεδονικούς χρόνους, ενώ κατά την Ρωμαϊκή περίοδο δεν καταγράφονται αλλαγές στο μνημείο, το οποίο συνέχισε να διατηρεί αναλλοίωτη την αίγλη του ακόμη και στους Μεταχριστιανικούς αιώνες. Βεβαίως, επί εποχής Ιουστινιανού, η πομπή των Παναθηναίων δεν ανέβαινε πλέον στον Παρθενώνα. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, σημειώθηκε η πρώτη μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανική εκκλησία της Αγίας Σοφίας, όπου στο πρόναο προστέθηκε η αψίδα του ιερού και στο εσωτερικό κατασκευάστηκε ένα βαπτιστήριο.
Επί Φραγκοκρατίας, ο περί τον Παρθενώνα χώρος έγινε τόπος ενδιαίτησης του πρώτου Φράγκου άρχοντα των Αθηνών, Όθωνα ντε Λα Ρος (Otto de la Roche). Εν συνεχεία, ο Παρθενώνας αποδόθηκε στη Ρωμαϊκή εκκλησία και έγινε ναός Λατινικός, τιμώμενος στο όνομα της Θεοτόκου. Συγκεκριμένα, στη νοτιοδυτική γωνία του προστέθηκε ένα κωδωνοστάσιο, το οποίο επί Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε μιναρέ. Το 1458, η Ακρόπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων και ο Ιερός Βράχος έμεινε πλέον γνωστός με το όνομα «Ατίνα Καλεσί» (“Atina Kalesi”) που σημαίνει «φρούριο των Αθηνών». Κατά τον 17ο αιώνα, ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε τζαμί με μιναρέ, το οποίο καταστράφηκε το 1687.
Τον Σεπτέμβριο του 1687, ο ναός υπέστη καταστροφές όταν ο Φραντσέσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini) προσπάθησε να αφαιρέσει ορισμένα γλυπτά, βομβαρδίζοντας τον Ιερό Βράχο όπου ο ο Αλή αγάς (διοικητής του φρουρίου) είχε εγκαταστήσει πυριτιδαποθήκη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του μεγαλύτερου τμήματος του ναού προς την ανατολική του πλευρά. Έκτοτε, και μέχρι το μνημείο να παραδοθεί στην αρχαιολογία, απογυμνώθηκε συστηματικά από τον Τόμας Μπρους (Λόρδος Έλγιν) ο οποίος κατά την περίοδο 1801-1803, απέκοψε με πριονισμό και αποκόλληση μεγάλο αριθμό γλυπτών και μαρμάρων, την πλειοψηφία των οποίων στη συνέχεια πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και βρίσκονται έως και σήμερα.
Μετά την Ελληνική Επανάσταση, ολόκληρος ο λόφος της Ακρόπολης χαρακτηρίστηκε ως αρχαιολογικός χώρος και τους επόμενους δύο αιώνες εκτεταμένες εργασίες αναστήλωσης, αποκατάστασης και συντήρησης πραγματοποιήθηκαν στον Ιερό Βράχο. Το 1983, ιδρύθηκε η «Επιτροπή για τη Συντήρηση των Μνημείων της Ακρόπολης» ενώ οι εργασίες συνεχίζονται έως και σήμερα με αμείωτο ενδιαφέρον και ζήλο.