Το παραδοσιακό χωριό Αρτεμισία είναι κτισμένο (σε υψόμετρο 700 μέτρων) σε λόφο στους πρόποδες του βουνού του Αγίου Γεωργίου, ένα από τα πολλά πρόβουνα του δυτικού Ταϋγέτου. Απέχει 24 χιλιόμετρα από την Καλαμάτα και 36 χιλιόμετρα από την Σπάρτη και έχει περίπου 100 μόνιμους κατοίκους. Αν και μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του Ταϋγέτου (λόγω της μεγάλης του έκτασης) ωστόσο ο πληθυσμός του έχει μειωθεί σημαντικά.
Οι καταβολές του χωριού χάνονται στα βάθη των αιώνων και οι πρώτες αναφορές γίνονται από τον Όμηρο, μιας και η Αρτεμισία (και συγκεκριμένα η Κάτω Χώρα και ο Μελές) βρίσκονται στη θέση του αρχαίου οικισμού Δενθαλιάτιδας Χώρας, με τους πλούσιους αμπελώνες και τον περίφημο οίνο, «Δένθις» (ίσως το αρχαιότερο κρασί με ονομασία προέλευσης). Επίσης, στη θέση Βόλιμνος, υπάρχουν ερείπια του ναού τηε Λιμνάτιδας Αρτέμιδας, ενώ στη θέση Ματζίνια βρίκσεται το ομώνυμο Μεταβυζαντινό γεφύρι του Νέδοντα, μήκους 19 μέτρων και ύψους 4,50 μέτρων. Ο ποταμός Νέδοντας είναι ορατός καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής προς το χωριό, το οποίο είναι κτισμένο στο κυριότερο σημείο συγκέντρωσης των νερών του. Η αρχική θέση του οικισμού ήταν διαφορετική από αυτή που βρίσκεται σήμερα. Συγκεκριμένα, βρισκόταν στη θέση Κάτω Χώρα, κοντά στο εξωκλήσι της Αγίας Κυριακής, το οποίο αποτελεί, μάλιστα, τον πρώτο ναό που κτίστηκε στη Τσερνίτσα (Αρτεμισία). Αυτό προκύπτει από τα αρχαία ερειπωμένα κτίσματα, τα οστά, καθώς και από πολλά αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν κατά την διάνοιξη του αγροτικού δρόμου.
Ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, την περιοχή όπου και την αναφέρει στο βιβλίο του «Μεσσηνιακά», ενώ ο Γερμανός έφορος αρχαιοτήτων και ελληνιστής, Λουδοβίκος Ρος (Ludwig Ross) την επισκέφθηκε το 1838 και ειδικά τον αρχαιολογικό χώρο στο Βόλιμνο, όπου και άφησε τις μαρτυρίες του σε ειδική αναφορά. Τον 8ο μ.Χ. αιώνα, επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Ε’ (Κοπρώνυμος), με την κάθοδο των Σλάβων στην Πελοπόννησο, τα χωριά του Ταϋγέτου δέχτηκαν σημαντικό νέο πληθυσμό και πήραν σλαβικά ονόματα. Έτσι, το χωριό ονομάστηκε Τσερνίτσα (ή Τσερνίτζα) που σημαίνει « περιοχή με πολλές μουριές», ενώ η περιοχή της αρχαίας Δενθαλιάτιδας μετονομάστηκε σε Κουτσαβές ή Κουτσαβά. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Αρτεμισία και τα γύρω χωριά αποτέλεσαν εφαλτήριο του Αγώνα για την απελευθέρωση της Καλαμάτας από την Τουρκική κατοχή. Συγκεκριμένα, στις 23 Μαρτίου του 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Παπαφλέσσας ξεκινώντας από αυτά τα χωριά και τα μοναστήρια ενώθηκαν με τους Μαυρομιχαλαίους από τη Μάνη επιτυγχάνοντας την απελευθέρωσή της Καλαμάτας.
Ως κεφαλοχώρι, η Τσερνίτσα διατηρούσε δικαστήριο, ληξιαρχείο, αστυνομία και πολλά πανδοχεία, ενώ το 1927 το χωριό μετονομάστηκε από Τσερνίτσα σε Αρτεμισία. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως στα μέσα της δεκαετίας του 1940, κάποιοι δημοτιστικές ξεκίνησαν αυθαίρετα να γράφουν το όνομα του χωριού ως Αρτεμησία (με ήτα). Το 1949, ο διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου έκανε το ίδιο φτιάχνοντας, μάλιστα, και σχετική στρογγυλή σφραγίδα. Το παράδειγμα του διευθυντή ακολούθησαν ο πρόεδρος της κοινότητας και ο ιερέας του χωριού φτιάχνοντας κι αυτοί αυθαίρετα ανάλογες σφραγίδες. Αποτέλεσμα όλων αυτών των αυθαιρεσιών ήταν η επικράτηση πλήρους σύγχυσης ως προς την ορθότητα αναγραφής του ονόματος. Η τάξη άρχισε να αποκαθιστάται σταδιακά μετά το 1967, όταν οι δάσκαλοι άρχισαν να γράφουν το όνομα του χωριού με τον επίσημο τρόπο (όπως είχε καταχωρηθεί στο ΦΕΚ). Η σφραγίδα αντικαταστάθηκε, τελικά, τον Ιούνιο του 1973, όταν καθιερώθηκε ως εθνόσημο ο Φοίνικας αντί του στέμματος. Το παράδειγμα των δασκάλων ακολούθησε και η Κοινότητα, εν αντιθέσει με το ναό της Υπαπαντής του Κυρίου, ο οποίος χρησιμοποιεί ακόμη σφραγίδα με το γράμμα «ήτα».
Στην Αρτεμισία, ο επισκέπτης μπορεί να δει τα παραδοσιακά σπίτια, καθώς και το ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου με τον οκτάπλευρο τρούλο. Στο ναό σώζονται τοιχογραφίες του 1713 (στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα) και του 1704 (στο τέμπλο). Αξιόλογος είναι και ο ναός της Υπαπαντής του Σωτήρος, μία μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική που κτίστηκε το 1858. Σε απόσταση μόλις 800 μέτρων από το χωριό, βρίσκεται η οικία Πουλουπάτη, η οποία χρονολογείται κατά τον 18ο αιώνα. Η οικία έχει κηρυχθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού και τον αρχικό πυρήνα του κτίσματος αποτελεί ο τριώροφος, ορθογώνιος πύργος με τη τρίρριχτη στέγη. Η είσοδος είναι τοξωτή με περίτεχνο περιθύρωμα-τυπική της νεώτερης λαϊκής αρχιτεκτονικής- ενώ στην αυλή υπάρχει υπόγεια στέρνα.
Σε μία κατάφυτη περιοχή, μόλις 800 μέτρα δυτικά της Αρτεμισίας, ο επισκέπτης μπορεί να δει τη Μονή Μελέ, η οποία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Η μονή εορτάζει στις 29 Αυγούστου και ιδρύθηκε πριν το 1600. Στη Μονή Μελέ στεγάστηκαν η Μεσαιωνική Σχολή Μελέ, καθώς και τα Εκπαιδευτήρια του εθνικού ευεργέτη, Πέτρου Δημάκη, όπου δίδαξαν σπουδαίοι καθηγητές και ιεράρχες και φοίτησαν μεγάλα ονόματα όπως ο Μπενάκης, ο Μελετόπουλος κ.α.
Στην Αρτεμισία αξίζει, επίσης, να επισκεφθείτε τον παραδοσιακό νερόμυλο του Δημήτρη Γιαννόπουλου (γνωστός ως « Μύλος του Ρεντίφη») στον οποίο εργαζόταν ο παππούς του μέχρι την δεκαετία του 1960. Εν συνεχεία, ο νερόμυλος αναπαλαιώθηκε και σήμερα είναι λειτουργικός. Δίπλα στον νερόμυλο υπάρχει και νεροτριβή για το πλύσιμο των ρούχων. Ο «Μύλος του Ρεντίφη» δεσπόζει κάτω από το εκκλησάκι Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Αρτεμισίας, το οποίο ανακατασκευάστηκε εκ θεμελίων από τους αδελφούς Γεώργιο, Παναγιώτη και Δημήτριο Γιαννόπουλο μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1986. Μάλιστα, το εκκλησάκι αποτελεί το όριο μεταξύ Αρτεμισίας και Αλαγονίας. Τέλος, απέναντι από την Αρτεμισία, στον Άγιο Γεώργιο στο Λυκούριο όρος (και στην κορυφή Κάστρο) διοργανώνεται κάθε χρόνο, μετά το Πάσχα, μεγάλο πανηγύρι με διασκέδαση, χορό και ζωντανή μουσική μέχρι τις πρωινές ώρες.