Στου Παπαλάμπρου την αυλή...
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο πατέρας Λάμπρος Ζέρβας γεννήθηκε στο Ρωμύρι της Πυλίας το 1805 και ήταν ιερέας του χωριού από το 1840 ως το 1880.
Ο συγχωριανός του, Σταύρος Φιτσιάλος, που είχε έλθει πριν μερικά χρόνια από το Αρκουδόρεμα Αρκαδίας είχε αδικηθεί και είχε προστριβές με τις ισχυρές οικογένειες των Ζερβαίων (σόι του Παπαλάμπρου) και των Χριστοπουλαίων.
Για το λόγο αυτό κάλεσε και ήρθαν στο χωριό 40 κλέφτες από την Αρκαδία. Ήρθαν νύχτα και την ημέρα την πέρασαν κρυμμένοι μέσα σ΄ ένα δάσος, ανατολικά του χωριού. Το ίδιο κιόλας απόγευμα έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους:
Δύο από τους κλέφτες πήγαν στο σπίτι του παπά Λάμπρου με το πρόσχημα ότι ενδιαφέρονταν να αγοράσουν ένα βόδι που πουλούσε. Η παπαδιά τους είπε πως ο παπάς έλειπε στην Πύλο, όπου είχε πάει για να φέρει το παιδί του, που πήγαινε σχολείο εκεί. Ο παπάς γύρισε αργά στο Ρωμύρι χωρίς το παιδί, που έμεινε στην Πύλο και αφού είχε πια νυχτώσει, πρότεινε στους ξένους να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του. Έτσι και έγινε.
Το βράδυ, όταν η οικογένεια είχε κοιμηθεί, οι δύο κλέφτες ειδοποίησαν και τους υπόλοιπους, που είχαν κρυφτεί την ημέρα έξω από το χωριό, και μπήκαν όλοι αθόρυβα στο σπίτι του παπά, όπου άρχισαν να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν. Χρήματα όμως δεν είχαν βρει, γιαυτό και έριξαν λάδι στο τηγάνι για να κάψουν τον Παπαλάμπρο, προκειμένου να τους πει πού τα είχε κρύψει. Μια από τις κόρες του όμως, η Παναγιώτα, κατάφερε να κατέβει κρυφά στο κατώι και από έναν φεγγίτη άρχισε να φωνάζει τα ξαδέρφια της Γιώργο και Κώστα, καλώντας σε βοήθεια.
Το χωριό σηκώθηκε στο πόδι και οι άντρες πήραν τα τουφέκια και άρχισαν να καταδιώκουν τους κλέφτες. Δύο από αυτούς τραυματίστηκαν και, μάλιστα, ο ένας θανάσιμα. Εξαιτίας του θανάτου του κλέφτη έγινε μεγάλος ντόρος σε ολόκληρη την Πυλία. Αυτό είναι το γεγονός στο οποίο αναφέρεται η χιλιοτραγουδισμένη "Παπαλάμπραινα".
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Ο γιος του παπά Λάμπρου, που τη μοιραία νύχτα έμεινε στην Πύλο, ο Νικολάκης, μετά το δραματικό περιστατικό πήγε και έμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του δημάρχου Μπενάκη. Εκεί έκανε τις σπουδές του και όταν τελείωσε, ζήτησε να γίνει αστυνομικός διοικητής της επαρχίας Πυλίας. Ίσως στο μυαλό του υπήρχε η σκέψη της εκδίκησης του Φιτσιάλου, ο οποίος είχε πλέον γεράσει, αλλά φοβόταν μήπως οι Παπαλάμπροι κάνουν κακό στο γιο του.
Ο Φιτσιάλος, αφού τον παρακίνησε και ένας Μανιάτης, αποφάσισε να πάει στον Νικολάκη Παπαλάμπρο, να του ζητήσει συγνώμη και να του φιλήσει τα πόδια. Εκείνος όμως του είπε: «Φύγε βρωμόσκυλο, πήγες να μας ξεκληρίσεις και τώρα ζητάς συγνώμη;».
Μετά από χρόνια, το παιδί του Φιτσιάλου απέκτησε το δικό του παιδί και κάλεσε τον Νικολάκη να το βαφτίσει. Έτσι αυτή η βεντέτα έσβησε…
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Οι αυθεντικοί στίχοι του τραγουδιού έχουν ως εξής:
Στου Παπαλά, Παπαλάμπραινα,
στου Παπαλάμπρου την αυλή,
στου Παπαλάμπρου την αυλή,
είναι μια μάζεψη πολλή.
Καν ο παπάς, Παπαλάμπραινα,
καν ο παπάς είν’ άρρωστος,
καν η παπαδιά πεθαίνει,
Παπαλάμπραινα καημένη.
Ούτ’ ο παπάς, Παπαλάμπραινα,
ούτε ο παπάς είν’ άρρωστος,
ούτ’ η παπαδιά πεθαίνει,
Παπαλάμπραινα καημένη.
Οι κλέφτες, τους, Παπαλάμπραινα,
οι κλέφτες τους εγδύσανε,
οι κλέφτες τους εγδύσανε,
και τα λεφτά ζητήσανε.
Μια λυγερή, Παπαλάμπραινα,
μια λυγερή εφώναξε,
μια λυγερή εφώναξε,
τους κλέφτες, τους εφώναξε.
Τρέξε Γιωργά, Παπαλάμπραινα,
Τρέξε, Γιωργάκη ξάδερφε,
τρέξε, Γιωργάκη ξάδερφε,
οι κλέφτες μας εκάψανε.
Στις μέρες μας, οι τελευταίοι στίχοι έχουν αλλάξει («μια λυγερή παντρεύεται και παίρνει έναν λεβέντη, Παπαλάμπραινα καημένη…») και το λεβέντικο -και ίσως πιο δημοφιλές- αυτό τσάμικο έχει μετατραπεί σ’ ένα τραγούδι του γάμου.
Ο λόγος που ο σκοπός του τραγουδιού είναι τσάμικος και όχι καλαματιανός, μιας και το περιστατικό συνέβη στη Μεσσηνία, μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στην ηπειρώτικη καταγωγή των Ζερβέων και των άλλων «σογιών».
Η ΑΥΛΗ
Τόσο το σπίτι όσο και η αυλή του Παπαλάμπρου βρίσκονται και σήμερα στο Παλιό Ρωμύρι όπως ήταν τον καιρό του επεισοδίου, χωρίς να έχει γίνει καμία αλλαγή, εκτός από την φθορά του χρόνου.