Οι τρεις νύφες
Μεσοπόταμος Μεσσηνίας. Κυριακή, 15 Αυγούστου του 1971.
Οι γονείς Θανάσης και Χαρίκλεια παντρεύουν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας ταυτόχρονα τρεις από τις πέντε θυγατέρες τους, την Τούλα, τη Σοφία και τη Βούλα!
Η ΤΕΛΕΤΗ
Τρεις νύφες, με σχεδόν πανομοιότυπα νυφικά, τρεις γαμπροί (Κώστας, Θοδωρής και Νίκος, αντίστοιχα), τρεις κουμπάροι και ένας γάμος που έγινε το επίκεντρο συζήτησης μέχρι και στο εξωτερικό. Ένα χαρμόσυνο γεγονός που δεν το συναντάμε εύκολα στις μέρες μας, πόσο, μάλιστα, σε μία εποχή όπου οι καταστάσεις της ζωής ήταν πολύ πιο δύσκολες.
Οι τρεις νύφες, που γνωρίστηκαν με τους συζύγους τους είτε από έρωτα είτε με προξενιό, ανέβηκαν μαζί τα σκαλιά της εκκλησίας, όπως και μαζί χόρεψαν τον χορό του Ησαϊα στον προάυλιο χώρο του ναού. Ο κόσμος που συγκεντρώθηκε για να τιμήσει την οικογένεια, αλλά και για να δει από κοντά αυτόν τον, τόσο ιδιαίτερο, γάμο ήταν πάρα πολύς. Άνθρωποι ακάλεστοι που ήθελαν να ευχηθούν στα τρία ζευγάρια να ευτυχήσουν και να στεριώσουν. Μετά το τέλος του μυστηρίου, ακολούθησε το παραδοσιακό έθιμο του χορού έξω από την εκκλησία, ενώ το κέφι άναψε μέχρι τις πρωινές ώρες με το γλέντι στο σπίτι στην αυλή της οικογένειας.
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Οι καλεσμένοι έφτασαν στον Μεσοπόταμο την Παρασκευή, δύο ημέρες πριν από τον γάμο και το καζάνι του μάγειρα πήρε φωτιά. Τρία σπίτια, ολόκληρο συνεργείο χρειάστηκε για να ετοιμαστούν οι παραδοσιακές δίπλες που θα γλύκαιναν τον κόσμο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η μάνα των κοριτσιών λιποθύμησε δυο-τρεις φορές από την κούραση και την ένταση καθώς τις φτιάχνανε.
ΑΚΟΥΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Ακολούθησαν τα έθιμα, που ακόμη και σήμερα αναβιώνουν σε πολλά χωριά της Μεσσηνίας, παραμένοντας άφθαρτα μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Τα προικιά των κοριτσιών τα κάρφωναν σε τραπεζαρίες, δημιουργώντας έτσι, ένα εκθετήριο για τον κόσμο που βρισκόταν εκεί. Τα ρούχα τα έβαζαν μέσα σε μεγάλους μπόγους μαζί με κλαριά δάφνης-σύμβολο ευημερίας και δόξας από την αρχαιότητα ακόμη. Η πεθερά της κάθε νύφης τάιζε στο στόμα μία κουταλιά μέλι την κοπέλα για να είναι γλυκόστομη και καλοσυνάτη με τα πεθερικά και τους συγγενείς του γαμπρού. Επίσης, ένωνε το ζευγάρι με ένα λευκό μαντήλι και το έβαζε να πατήσει ένα σίδερο στην είσοδο του σπιτιού για να σιδερένιος ο γάμος τους. Η κάθε νύφη έπαιρνε ένα καρβέλι, το χάραζε στα τέσσερα και στην συνέχεια πέταγε τα κομμάτια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να τα πιάσουν οι καλεσμένοι, πρωτίστως οι ανύπαντρες κοπέλες.
Την επόμενη ημέρα, το Σάββατο, ανέλαβαν δράση οι «προικολόγοι». Οι φίλοι των γαμπρών έπρεπε να πάνε στο σπίτι των κοριτσιών για να πάρουν τα προικιά, αφού πρώτα, οι νύφες τους κάρφωναν στο πέτο ένα λευκό μαντήλι. Για να κατορθώσουν οι άντρες να πάρουν το πολυπόθητο μπαούλο έπρεπε πρώτα να πληρώσουν τις νεαρές ανύπαντρες κοπέλες που καθόντουσαν επάνω, μετά από μια αμείλικτη διαπραγμάτευση…
Μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, ένας διαφορετικός γάμος, μία ξεχωριστή εμπειρία, ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο. Συστατικά μοναδικά που αφήνουν στο διάβα τους τα χνάρια της παράδοσης ως παρακαταθήκη για όλους εμάς.
Υ.Γ.
Οι γονείς Θανάσης και Χαρίκλεια κατάφεραν να διαψεύσουν την πλατιά απήχηση της άποψης που υπήρχε εκείνη την εποχή, το ότι μόνο τα αγόρια είναι παιδιά (δείτε εδώ «κυνηγώντας το αρσενικό»), καθώς αυτά θα ήταν οι στύλοι του σπιτιού, ενώ οι θυγατέρες θα ήταν οικονομική επιβάρυνση.
Παντρεύτηκε η Τούλα, η Σοφία και η Βούλα ταυτόχρονα σε μια ανεπανάληπτη τελετή και σύντομα ακολούθησε η Βασιλική και η Χριστίνα.
Γεροντάκια πια, η αγαπημένη τους συνήθεια ήταν να μοιράζονται ένα μεγάλο μπολ γαριδάκια και, παρόλο που δεν είχαν - κατά την παράδοση - «στύλο στο σπίτι τους» (αρσενικό), είχαν, όμως, πολλά χέρια που τους φρόντιζαν μέχρι τα βαθιά γεράματα (103 και 101 ετών αντιστοίχως). Δύσκολα το λέει κάποιος αυτό τυχαίο.