Ανδρομονάστηρο
Το Ανδρομονάστηρο βρίσκεται σε μία απομονωμένη κατάφυτη ρεματιά, κοντά στον οικισμό Πετράλωνα. Το Βυζαντινό μοναστήρι-φρούριο απέχει μόλις 5 χιλιόμετρα από τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης. Πρόκειται για το εντυπωσιακότερο μοναστηριακό συγκρότημα της Μεσσηνιακής υπαίθρου και ένα από τα ωραιότερα της Πελοποννήσου, τα κτηριακά κατάλοιπα του οποίου μαρτυρούν την ακμή που γνώρισε κατά τη μακραίωνη ιστορία του. Λόγω της πολυετούς εγκατάλειψής του, το συγκρότημα παρέμεινε αναλλοίωτο από αυθαίρετες νεωτερικές επεμβάσεις, διατηρώντας πλήθος αυθεντικών στοιχείων, πολύτιμων για τη μελέτη της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής.
Η μονή, γνωστή ως «Ανδρομονάστηρο» είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και σήμερα είναι επισκέψιμη, καθώς ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αποκατάστασης. Η αναστήλωση του συγκροτήματος υλοποιήθηκε με αυτεπιστασία από την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας και τα θυρανοίξια πραγματοποιήθηκαν τον Αύγουστο του 2016. Ονομάστηκε Ανδρομονάστηρο για να ξεχωρίζει από την κοντινή γυναικεία μονή της Ζωοδόχου Πηγής Σαμαρίνας. Η παράδοση συνδέει την ιστορία και την ονομασία του Ανδρομονάστηρου με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, ο οποίος καταγόταν από την Ανδρούσα.
Η μονή ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αιώνα και λόγω του ότι είναι κτισμένη σαν φρούριο, συνέβαλε σημαντικά στην Επανάσταση του 1821, όπου υπέστη πολλές ζημιές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Κατά τα Ορλωφικά, το 1770, το Ανδρομονάστηρο φαίνεται ότι υπέστη εκτεταμένες καταστροφές. Το 1785 και προκειμένου να ανακοπεί η φθίνουσα πορεία της μονής, αφιερώθηκε, ως μετόχι, στο φημισμένο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του όρους Σινά, όπως πιστοποιεί συνοδικό γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Προκοπίου Πελεκάση. Το 1929, η Μονή Σινά πούλησε το συγκρότημα στον ιδιώτη Δημήτριο Κατσάρα, ο οποίος το 1962 με συμβολαιογραφική πράξη το παραχώρησε εκ νέου στη Μονή Βουλκάνου (της οποίας αποτελεί μετόχι μέχρι σήμερα). Οι τελευταίες, μεγάλης κλίμακας, εργασίες στο χώρο χρονολογούνται πιθανόν στα τέλη του 19ου αιώνα.
Το Ανδρομονάστηρο ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του, φρουριακού χαρακτήρα, με κτήρια διαφορετικών περιόδων και ποικίλων χρήσεων. Η κάτοψη του συγκροτήματος είναι ακανόνιστου τετράπλευρου σχήματος και περιβάλλεται από οχυρωματικό περίβολο ενισχυμένο με δύο πύργους. Αποτελείται από το τριώροφο κτήριο της Τράπεζας (που εφάπτεται με πύργο, ο οποίος κατασκευάστηκε μεταγενέστερα), το Καθολικό (μία διώροφη πτέρυγα στην οποία βρίσκονταν τα κελιά των μοναχών, οι αποθήκες, οι στάβλοι και το πατητήρι), ακόμη ένα διώροφο κτήριο, όπου έχει διαμορφωθεί το Διαβατικό με την κύρια είσοδο στο μοναστήρι, καθώς και άλλα βοηθητικά κτήρια.
Η κατασκευή του κτηρίου της Τράπεζας διακρίνεται ιστορικά σε τρεις φάσεις. Η πρώτη τον 12ο με 13ο αιώνα, οπότε κατασκευάστηκε το ισόγειο και ο πρώτος όροφος, ο οποίος στεγαζόταν με δίρριχτη στέγη και Βυζαντινού τύοπυ μεγάλες κεραμίδες. Κατά τον 14ο με 15ο αιώνα, καταργήθηκε η στέγη, οι τοίχοι υψώθηκαν, ενώ δημιουργήθηκε και δώμα με απορροές υδάτων. Τον 17ο με 18ο αιώνα, οι τοίχοι υψώθηκαν ξανά (σχηματίζοντας τον δεύτερο όροφο). Μεταγενέστερα, κτίστηκε ο εφαπτόμενος με την Τράπεζα βόρειος πύργος, ο οποίος έχει τρεις ορόφους. Ψηλά στη δυτική πλευρά του πύργου υπάρχει η καταχύστρα ή ζεματίστρα, φτιαγμένη για την ύστατη άμυνα στους πιθανούς εισβολείς.
Σπουδαιότερο από αρχιτεκτονικής άποψης κτίσμα θεωρείται το Καθολικό. Όπως μαρτυρούν τα γλυπτά του αρχικού μαρμάρινου τέμπλου, κτίστηκε σε πρώτη φάση στα τέλη του 12ου αιώνα πάνω σε ένα αγίασμα, δηλαδή, μία πηγή με πόσιμο νερό. Η πηγή που αναβλύζει ακόμη και σήμερα σε υπόγειο θολοσκεπή χώρο, ύδρευε για αιώνες τη γειτονική Πολίχνη της Ανδρούσας. Το εσωτερικό του ναού ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου της παραλλαγής των ημισύνθετων τετρακιόνιων. Η δεύτερη φάση ανέγερσης έγινε τον 17ο αιώνα, όπως αναφέρεται και σε σιγίλιο του 1612 του Πατριάρχη Νεόφυτου Β’, το οποίο και σώζεται. Αυτό αναφέρεται σε εργασίες ανέγερσης από το μοναχό Άνθιμο. Στα μέσα του 17ου αιώνα προστέθηκαν στο ναό το βόρειο παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης. Από μία αγιογραφία, δε, που έχει αποκαλυφθεί, θεωρείται ότι είναι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία.
Το μεγαλύτερο τμήμα του ναού ήταν αγιογραφημένο σε δύο διακριτές φάσεις. Οι παλαιότερες τοιχογραφίες χρονολογούνται στα μέσα του 13ου αιώνα και σώζονται ψηλά στις καμάρες του Καθολικού, όπου συναντάμε τις παραστάσεις της «Βαϊφόρου», της «Ανάληψης» και της «Πεντηκοστής». Στον τρούλο απεικονίζεται ο «Παντοκράτορας», ενώ στα φουρνικά σώζονται στηθάρια Αγίων. Οι νεότερες τοιχογραφίες ανήκουν στον 17ο-18ο αιώνα και βρίσκονται στην κάτω περιμετρική ζώνη του ναού με παραστάσεις, όπως η «Άκρα ταπείνωση» και «Ο Χριστός εντός του ποτηρίου».