Νικηταράς - Ήρωας της Επανάστασης του 1821
Ο ΗΡΩΙΚΟΣ "ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ"
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός σε όλους μας ως Νικηταράς, γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα των Πισινών Χωριών του Μυστρά, (την σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας), το 1781. Αυτό το γνωρίζουμε από τα Απομνημονεύματά του, τα οποία κατέγραψε ο ιστορικός Γεώργιος Τερτσέτης. Πατέρας του ήταν ο αγωνιστής της περιοχής του Λεοντίου, Σταματέλος, και μητέρα του η Σοφία Δημητρίου Καρούτσου από τον Άκοβο του Λεονταρίου, αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Το 1816, κατά τον διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους. Έτσι, ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα όπου και εντάχθηκε στα Ρωσικά τάγματα. Στην συνέχεια, μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους. Συντηρούσε, μάλιστα, δικό του Σώμα Ενόπλων με άνδρες από διάφορα μέρη της Ελλάδος. Παντρεύτηκε την κόρη του κλεφτοκαπετάνιου Ζαχαριά, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, έναν γιο και δύο κόρες.
Στις 24 Απριλίου του 1821, πήρε μέρος στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας. Στη μάχη των Δολιανών, τον Μάιο του 1821, ο Νικηταράς κατόρθωσε να αποκρούσει χιλιάδες Τούρκους. Επειδή σκότωσε τόσους εκείνη την ημέρα, οι άντρες του τον ονόμασαν «Τουρκοφάγο». Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες δεν ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του και όταν του πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το δώρισε στην προσωρινή Κυβέρνηση. Δικαίως ο Κολοκοτρώνης τον αποκαλούσε «Αρχάγγελο Μιχαήλ» και «Άγιο Γεώργιο». Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές μάχες ακόμη μέχρι την απελευθέρωση της χώρας, (Δερβενάκια, Αγιονόρος, Άγιος Σώστης κ.α.)
Το 1834, του απονεμήθηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη του Τακτικού Στρατου και διορίστηκε Στρατιωτικός Νομοεπιθεωρητής. Τον Σεπτέμβριο του 1835, εγκρίθηκε η απονομή του Αργυρού Σταυρού του Αγώνα. Το σχετικό δίπλωμα υπογράφηκε από την βασίλισσα Αμαλία και η ανάγλυφη Μεγάλη του Κράτους Σφραγίδα, τέθηκε το 1836. Το πρωτότυπο του Διπλώματος φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ακριβές αντίγραφο τηρείται στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Τοπικής Κοινότητας Αρτεμισίας του Δήμου Καλαμάτας.
Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο Κόμμα των Ναπαίων, (Ρωσοφίλων). Η Ελληνική Κυβέρνηση φοβούμενη ότι το Ρωσόφιλο κόμμα επιδίωκε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, συνέλαβε τον Νικηταρά, το 1839, και τον καταδίκασε σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. Λέγεται, μάλιστα, ότι η μία του κόρη τρελάθηκε από θλίψη με τον εγκλεισμό του πατέρα της. Ο Νικηταράς είχε εμπλακεί σε συνωμοσία εναντίον του Όθωνα. Στην δίκη που ακολούθησε αθωώθηκε μιας και είχαν καταστραφεί όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Όταν αποφυλακίστηκε η υγεία του ήταν εξασθενημένη. Χωρίς να το γνωρίζει έπασχε από ζάχαρο, με αποτέλεσμα να χάσει την όρασή του σε μεγάλο βαθμό. Του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας», κάθε Παρασκευή, στον χώρο όπου, σήμερα, βρίσκεται ο ναός της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά. Το 1843, όταν ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα στην Ελλάδα, του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Το 1847, διορίστηκε Γερουσιαστής. Διετέλεσε, επίσης, Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.
Πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, σε ηλικία 68 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας και τον επιτάφιο ο Παναγιώτης Σούτσος. Ωστόσο, φαίνεται πως ο θάνατος της γυναίκας και των παιδιών του, καθώς και η έλλειψη άμεσων απογόνων, στάθηκε αφορμή να μην ενδιαφερθεί κανείς και έκτοται αγνοείται ο τάφος του. Προτομή του Νικηταρά υπάρχει στο Πεδίον του Άρεως, στη Λεωφόρο των Ηρώων και στην Πλατεία 23ης Μαρτίου στην Καλαμάτα.