Ναός του Σωτήρος (Χριστιάνοι)
Ο ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος βρίσκεται στο κέντρο του ορεινού χωριού Χριστιανούπολη (γνωστό κι ως Χριστιάνοι) και απέχει 12 χιλιόμετρα από τα Φιλιατρά. Κάθε χρόνο, στις 6 Αυγούστου, κατά την εορτή του Σωτήρος, στο ναό τελείται Θεία Λειτουργία. Θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς Βυζαντινούς ναούς της Πελοποννήσου, εξού και η λαϊκή ρήση, «Αγιά Σωτήρα στο Μωριά και Αγιά Σοφιά στην Πόλη». Προφανώς οι πιστοί ήθελαν να συγκρίνουν το ναό (ως προς την κατασκευή και το μέγεθος) με τον ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την παράδοση, η εκκλησία κτίστηκε πάνω στον αρχαίο ναό του Σωτήρος Διός, την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών. Λειτουργούσε ανελλιπώς μέχρι το 1825, γνώρισε όμως καταστραφές από την εκστρατεία του Ιμπραήμ πασά, καθώς και από τον σεισμό του 1886. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει ο τρούλος και η νότια πλευρά της εκκλησίας. Το 1921 κηρύχθηκε προστατευόμενο μνημείο ενώ το 1938, το Υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε την αναστήλωσή του. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διεκόπηκαν οι εργασίες, ενώ ξεκίνησαν και πάλι το διάστημα 1948-1950. Μεταγενέστερα, οι εργασίες συνεχίστηκαν μέχρι το 2014 οπότε και ολοκληρώθηκε η αναστήλωση του μνημείου. Να σημειώσουμε πως οι αρχαιολογικές έρευνες του 2003 έφεραν στο φως Τουρκικά νομίσματα, τμήμα δαπέδου (σε βάθος 1,40 μέτρων), δύο ταφές με ακέραιους σκελετούς, καθώς και πήλινα αγγεία. Τέλος, στο νάρθηκα βρέθηκαν πενήντα τάφοι που όμως απέδωσαν ελάχιστα ευρήματα.
Το κτηριακό συγκρότημα των Χριστιάνων χρονολογείται κατά τον 11ο αιώνα (1070-1075) και αποτελείται από δύο οικοδομήματα: το ναό και το εφαπτόμενο στα δυτικά αυτού κτήριο (ημιερειπωμένο σήμερα) που χρησίμευε ως επισκοπικό μέγαρο. Ο ναός τυπολογικά ανήκει στους σύνθετους οκταγωνικούς με νάρθηκα, παρουσιάζει όμως σημαντικές διαφορές από το συνήθη οκταγωνικό τύπο. Αποτελείται από το τριμερές Ιερό, το κεντρικό τρουλαίο τμήμα και τους περιβάλλοντες χώρους. Βόρεια και νότια του κεντρικού τρουλαίου τμήματος αναπτύσσονται διώροφοι πλευρικοί χώροι, ενώ στον όροφο σχηματίζεται υπερώο-γυναικωνίτης. Επίσης, στη δυτική πλευρά του κυρίως ναού τρεις θύρες οδηγούν σε επιμήκη νάρθηκα.
Το μνημείο διαθέτει πολλά και μεγάλα παράθυρα, τα οποία ποικίλουν σε μορφή. Η τοιχοποιία είναι ιδιαίτερα επιμελημένη και ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης. Στο κάτω τμήμα των μακριών τοίχων σχηματίζεται σειρά σταυρών από μεγάλους δόμους, οι οποίοι πιθανόν προέρχονται από αρχαίο κτίσμα. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του ναού είναι περιορισμένος με ελάχιστες οδοντωτές ταινίες να περιβάλλουν τους λοβούς των ανοιγμάτων και το γείσο της στέγης. Επίσης, διακρίνονται ελάχιστα και μεμονωμένα κεραμοπλαστικά στοιχεία, όπως σταυρός ανάμεσα σε εκφυλισμένα κουφίζοντα μοτίβα, διακοσμητικά σε μορφή τεθλασμένης γραμμής, λαξευμένοι πλίνθοι κ.α.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο γλυπτός διάκοσμος του ναού. Συγκεκριμένα, ο κοσμήτης πάνω από τη δυτική θύρα είναι μαρμάρινος και οι ποδιές των παραθύρων του ορόφου κοσμούνται με σταυρούς, μαιάνδρους, πλοχμούς και ζώα. Μαρμάρινοι είναι και οι κιονίσκοι των δίλοβων και τρίλοβων παραθύρων που φέρουν κιονόκρανα τεκτονικού τύπου και κοσμούνται με λατινικό φυλλοφόρο σταυρό και τα συμπιλήματα ΙΣ ΧΡ. Επίσης, μαρμάρινο ήταν και το αρχικό τέμπλο του ναού, το οποίο, κατά την περίδο της Τουρκοκρατίας, αντικαταστάθηκε από κτιστό.
Τέλος, από το ζωγραφικό διάκοσμο σώζονται ελάχιστες τοιχογραφίες. Ίχνη της Πλατυτέρας διακρίνονται στην κόγχη, ολόσωμες μορφές Αγίων στο Διακονικό και μετάλλια με προτομές διακόνων στα εσωράχια των τόξων των θυρών του Ιερού, που χρονολογούνται κατά τον 12ο αιώνα.