Θεόδωρος Κολοκοτρώνης - Ήρωας της Επανάστασης του 1821
Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου του 1770.
Ήταν σπουδαίος αρχιστράτηγος, οπλαρχηγός, Σύμβουλος της Επικρατείας και, αναμφισβήτητα, η κορυφαία μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το επώνυμο της οικογενείας του ήταν αρχικά Τζεργίνης, όπως αναφέρεται και στα «Απομνημονεύματά» του. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας από όπου καταγόταν η μητέρα του Ζαμπία Κωτσάκη. Ο πατέρας του, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στη εξέγερση των Ορλοφικών και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς του από τους Τούρκους, το 1780. Σε ηλικία μόλις 15 ετών, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματωλός εναντίον των κλεφτών της περιφέρειας του Λεονταρίου.
Το 1790, σε ηλικία 20 ετών, παντρεύτηκε την Αικατερίνη Καρούτσου, (κόρη του προεστού του Ακόβου, Δημητρίου Καρούτσου), και μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Ο Κολοκοτρώνης είχε ακόμη έναν γιο, τον Πάνο Κολοκοτρώνη, τον οποίο απέκτησε εκτός γάμου με την Μαργαρίτα Βελισσάρη, και που αναγνώρισε με την διαθήκη του.
Το 1805, πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του Ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806, βγήκε διάταγμα δίωξής του. Κατάφερε, τελικά, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου, περνώντας στα Ρωσοκρατούμενα Κύθηρα. Από το 1810, υπηρέτησε στο Ελληνικό στρατιωτικό σώμα του Αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο φτάνοντας στον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 επέστρεψε στη Μάνη για την προετοιμασία της Επανάστασης. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης, στις 23 Μαρτίου του 1821, και την επόμενη ημέρα κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη μαζί με τον Νικηταρά. Την 25η Μαρτίου, βρισκόντουσαν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης, ημέρα που κηρύχθηκε η Επανάσταση.
Αν και σχεδόν αγράμματος, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γνώριζε αρκετά καλά την ιστορία του γένους του. Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως ήταν η νίκη στο Βαλτέτσι (13 Μαϊου 1821), η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822). Με τις επιτυχίες του αυτές έγινε αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου. Κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, (1823-1825), συνελήφθησαν ο ίδιος και ο γιος του και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο. Το 1825, αποβιβάστηκε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και τότε αποφυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης για να τον αντιμετωπίσει μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν και πάλι στις φυλακές της Ακροναυπλίας, στο Ναύπλιο, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στις 25 Μαϊου του 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη το 1835, μετά την ενηλικίωση του Όθωνα. Διορίστηκε Σύμβουλος της Επικρατείας, τιμήθηκε με τον βαθμό του στρατηγού και ορίστηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του υπαγόρευσε στον ιστορικό Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του τα οποία κυκλοφόρησαν το 1851 υπό τον τίτλο: «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Από τα πλέον χαρακτηριστικά λόγια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είναι τα ακόλουθα: «Ο Θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του».
Στο τέλος, ο Κολοκοτρώνης ζούσε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη, (η σύζυγός του είχε πεθάνει το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στην γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, σε ηλικία 73 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασικικά Ανάκτορα, ως υπασπιστής του Όθωνα. Κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Στις 10 Οκτωβρίου του 1930, τα οστά του μεταφέρθηκαν από την Αθήνα στην Τρίπολη και τοποθετήθηκαν σε λάρνακα, η οποία από το 1970 βρίσκεται σε ειδική κρύπτη στον έφιππο ανδριάντα του.