Ο μύθος της γριάς
Η πειρατεία, που από τον 16ο αιώνα άκμασε στην θαλάσσια περιοχή της Μεσσηνίας, με τους Μανιάτες πειρατές να λυμαίνονται και να κατασφάζουν τους παραθαλάσσιους οικισμούς ήταν ο κύριος λόγος που οι κάτοικοι μετακινήθηκαν ηπειρωτικά και ίδρυσαν την πόλη των Γαργαλιάνων στο ύψωμα πάνω από τη Μαραθόπολη που λειτουργούσε ως φυσικό παρατηρητήριο όλης της περιοχής.
Το περιστατικό της μετακίνησης (αν υπήρχε τέτοιο) αναφέρεται ως μύθος της γριάς.
Σύμφωνα με αυτόν, στο Διαλισκάρι (περιοχή νότια της Μαραθόπολης) ετοιμαζόταν ένα μεγάλο γλέντι για κάποιον γάμο. Για τους πειρατές που είχαν κρυμμένα τα καράβια τους στη νήσο Πρώτη δεν υπήρχε καλύτερη συγκυρία για να ετοιμάσουν μια μεγάλη επίθεση. Γιαυτό και έρχονται σε συνεννόηση με μια γριά που ζούσε στον οικισμό ώστε να τους πει πότε θα γίνει το γλέντι. Η γριά φοβούμενη για την ζωή της συμφωνεί και τους ειδοποιεί την ημέρα του γάμου.
Ο κόσμος μαζεύτηκε, ο γάμος έγινε και το γλέντι ξεκίνησε. Η γριά παρατηρούσε μελαγχολική τη χαρά όλων που χόρευαν και τραγουδούσαν μη γνωρίζοντας τι θα επακολουθήσει. Ήθελε να τους προειδοποιήσει μα φοβόταν πως οι πειρατές θα την τιμωρούσαν παραδειγματικά.
Τότε της ήρθε μια ιδέα. Μπήκε στο χορό και άρχισε να χορεύει στο κέντρο τραγουδώντας δυνατά. Αλλάζοντας ελαφρώς τα λόγια του τραγουδιού ώστε να μην το καταλάβουν οι πειρατές που καραδοκούσαν προειδοποίησε τους παρευρισκόμενους για το επερχόμενο κακό.
Όσοι το κατάλαβαν έφυγαν και σώθηκαν, όσοι συνέχισαν το γλέντι συνάντησαν τα σπαθιά των πειρατών.