Η Οδύσσεια, ο Τηλέμαχος και η Βοϊδοκοιλιά
Το δεύτερο ομηρικό έπος που ακολουθεί την άλωση της Τροίας, η περίφημη Οδύσσεια, δεν ξεκινά με τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή της Οδυσσέα αλλά με τις επιπτώσεις που είχε η καθυστέρησή του στον γιό του Τηλέμαχο.
Ο Τηλέμαχος, μη μπορώντας να ελέγξει την κατάσταση με τους μνηστήρες, φεύγει από την Ιθάκη αναζητώντας πληροφορίες για τον χαμένο πατέρα του ενώ τον συντροφεύει η θεά Αθηνά που έχει πάρει τη μορφή του Μέντορα, φίλου του Οδυσσέα.
Πρώτος σταθμός του Τηλέμαχου είναι το βασίλειο του Νέστορα στην πανέμορφη (όπως αναφέρει ο Όμηρος) Μεσσηνία. Εκεί φτάνει με το ξημέρωμα στην παραλία της Βοϊδοκοιλιάς (Βουφράδα) και βρίσκει τους κατοίκους της Πύλου στην αμμουδιά.
Εννέα σειρές από πεντακόσια άτομα η κάθε μία έσφαζαν εννέα ταύρους προσφέροντας θυσία στον Ποσειδώνα. Η εικόνα σίγουρα θα ήταν εντυπωσιακή, κάτι σαν τη βοϊδοκοιλιά το δεκαπενταύγουστο αλλά αντί για λουόμενους, ένα πλήθος 4.500ων ανθρώπων με τον Νέστορα και τους γιους του στη μέση να προσφέρουν θυσία στον θεό της Θάλασσας.
Μέχρι να τελειώσουν, το καράβι είχε φτάσει και ο Τηλέμαχος με την Αθηνά κατέβηκαν και βρέθηκαν μέσα στο πλήθος. Εκεί βρήκαν τον Νέστορα με όλους τους γιους του που έψηναν τα κρέατα από τη θυσία για να φάνε. Μόλις αυτοί είδαν τους ξένους δεν τους ρώτησαν τίποτα. Μόνο τους προσκάλεσαν να καθήσουν μαζί τους. Τους έβαλαν μάλιστα δίπλα στον Νέστορα και τον πρίγκηπα Θρασυμήδη. Τους έδωσαν μερίδες να φάνε και κρασί να πιουν και ζήτησαν από τον Μέντορα (την μεταμορφωμένη Αθηνά) να κάνει την πρώτη ευχή.
Εκεί στην άμμο η Αθηνά ευχήθηκε στον Ποσειδώνα να δίνει καλή τύχη στο Νέστορα και τους κατοίκους της Πύλου και το γλέντι ξεκίνησε μέχρι που χόρτασε η ψυχή τους από φαγητό και ποτό.
Τότε, και μόνον τότε, αφού είχαν φάει και είχαν πιει, ο βασιλιάς Νέστορας ζήτησε να μάθει ποιοι είναι και από που έρχονται.
Και αφού ο Τηλέμαχος συστήθηκε, εκεί, στην παραλία, ο Γερήνειος Νέστορας, άρχισε να εξιστορεί τις επικές μάχες μπροστά απ' το κάστρο του βασιλιά Πρίαμου και αφού εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον πολυμήχανο Οδυσσέα περιέγραψε πως αποχωρίστηκαν και γύρισαν ο κάθε ένας στην πατρίδα του.