Το μοναστήρι του «Ασκητή» - Η Βαβέλ της Πελοποννήσου
Στους Γαργαλιάνους, (64 χιλιόμετρα από την Καλαμάτα), μέσα σε πυκνή βλάστηση, ο επισκέπτης μπορεί να δει να ξεπροβάλει αίφνης μπροστά του ένα δαιδαλώδες κτιριακό συγκρότημα, το οποίο δυστυχώς είναι πλεόν ερειπωμένο. Η ασυνήθιστη πολυόροφη αρχιτεκτονική δομή του, με τις εκατοντάδες μικρές κάμαρες, το κάνει να φαίνεται ωσάν ένας περίπλοκος λαβύρινθος. Πρόκειται για το μοναστήρι του «Ασκητή», γνωστό και ως «Ασκηταριό», ένα μοναστήρι που, όμως, δεν λειτούργησε ποτέ.
Σύμφωνα με τον θεολόγο Παναγιώτη Γλιάτα, η ιστορική πορεία του «Ασκηταριού» ξεκινάει το 1887. Ο 27χρονος τότε Αθανάσιος Στράγκας, από το χωριό Σούλος της Μεγαλόπολης, αρρώστησε από φυματίωση. Έχοντας από μικρό παιδί τον ανεκπλήρωτο πόθο της ασκητικής ζωής, μετέβη σε ένα μικρό σπήλαιο στη θέση «Καραντίνα» στους Γαργαλιάνους. Όταν ξεπέρασε την ασθένειά του συνέχισε να εργάζεται ως εργάτης στα κτήματα των ντόπιων. Με τον καιρό συγκέντρωσε χρήματα και αγόρασε εκτάσεις. Παράλληλα, έσκαβε όλο και πιο βαθιά το σπήλαιο όπου κατοικούσε με την προοπτική να φτιάξει έναν ναό αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα. Έφτιαξε ακόμη δύο μικρά δωμάτια, μία αποθήκη και μία στέρνα για να έχει πόσιμο νερό. Τα χρόνια περνούσαν, τα πέντε παιδιά που είχε αφήσει πίσω στο χωριό μεγάλωσαν και ο Αθανάσιος απέκτησε και εγγόνια. Μάλιστα, το 1933 ένα από τα εγγόνια του χειροτονήθηκε άγαμος κληρικός. Ήταν ο μετέπειτα αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Στράγκας, ο οποίος κατά την υπηρεσία του ως κληρικός έλαβε σημαντικές θέσεις στην Εκκλησιαστική διοίκηση, (Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, πρωτοσύγκελος Μητροπόλεων κ.α.). Ο Θεόκλητος Στράγκας γνωριζόταν πολύ καλά με τον εφημέριο της Παναγίας των Γαργαλιάνων, παπά-Γιάννη Σταυριανόπουλο.
Το 1936, ο ηλικιωμένος πια ασκητής, επιστρέφοντας από τους Γαργαλιάνους στη σπηλιά του, γλίστρισε σε μια πλαγιά και χτύπησε άσχημα. Καθώς οι ημέρες περνούσαν η κατάστασή του επιδεινωνόταν και στις 14 Μαρτίου του 1937 ο Αθανάσιος Στράγκας απεβίωσε. Ετάφη στο αγαπημένο του ασκητήριο από τον παπά-Γιάννη, σε τάφο που είχε λαξεύσει ο ίδιος πάνω στον βράχο. Μετά τον θάνατό του, ο χώρος ερημώθηκε αφού κανένας από τους κληρονόμους του δεν επιθυμούσε να ζήσει στην περιοχή.
Στις 15 Ιανουαρίου του 1950, στην εφημερίδα «Σημαία» της Καλαμάτας, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Σωτήρη Λυριντζή υπό τον τίτλο: «Ένας Ασκητής». Ο δημοσιογράφος παρουσίασε τον «μπάρμπα-Θανάση» ως έναν ευσεβή και ιδιαίτερα συμπαθή άνθρωπο, όπως διαβάζουμε και στο ακόλουθο απόσπασμα: «Προ πενήντα ετών έζη με το ημεροδούλι του, εις τους Γαργαλιάνους, κάποιος ταπεινός και άσημος σκαφτιάς, ο μπάρμπα-Θανάσης, αλλ’όμως όσο φτωχική ήτο η εξωτερική εμφάνισις, του ανθρώπου αυτού, τόσο πλουσία και ευγενική και πάλλουσα ήταν μέσα του η συναισθηματική περουσία...»
Το προαναφερόμενο άρθρο στάθηκε η αφορμή να δείξει ενδιαφέρον για το «Ασκηταριό» ο αρχιμανδρίτης (και εγγονός του), Θεόκλητος Στράγκας. Έτσι, τύπωσε ένα μικρό βιβλίο με τον βίο του ασκητού, έκανε ανακομιδή των λειψάνων του, (με την παρουσία πλήθους κόσμου), και αποφάσισε να ξεκινήσει ανακαίνιση-ανοικοδόμηση του «Ασκηταριού». Τελικά τα έργα ανοικοδόμησης ξεκίνησαν το 1968 και το μεγαλύτερο μέρος αυτών ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα. Αρχιτέκτονας και εργολάβος ήταν ο ίδιος ο αρχιμανδρίτης. Στη συνέχεια, ο Θεόκλητος ξεκίνησε τις ενέργειες προκειμένου να δοθεί νομική υπόσταση στο «Ασκηταριό». Έτσι, οι κληρονόμοι του ασκητή, δηλαδή ο αρχιμανδρίτης Θεόκλιτος Στράγκας, η Ευσταθία Γκούμα και η Θεοδώρα Καραλή υπέβαλαν στον μητροπολίτη Τριφυλίας και Ολυμπίας, Στέφανο, έγγραφο με το οποίο ζητούσαν να αναγνωριστεί το «Ασκηταριό» ως ίδρυμα με το διακριτικό τίτλο, «Ησυχαίαι Εστίαι Ασκητηρίου Γαργαλιάνων, Η Αγία Τριάς». Η σύσταση του ιδρύματος αυτού σκοπό είχε: «...να στεγάση εις τα υπό των ιδρυτών αυτού δωρούμενα πέντε αυτοτελή οικήματα πρόσωπα επιθυμούντα και δυνάμενα να μιμηθώσι τον επί πεντηκονταετίαν εν τω σπηλαίω ασκητηρίω του οσίως Αθανασίου Στράγκαν...» Βασικός όρος για αυτά τα πρόσωπα ήταν να μην γίνουν μοναχοί, αλλά ως λαϊκοί να διάγουν μοναχικό βίο, όπως και ο ασκητής Αθανάσιος. Ο μητροπολίτης Στέφανος έστειλε το έγγραφο στην Ιερά Σύνοδο, η οποία: «...απέρριψε την ίδρυσιν του εν λόγω ιδρύματος ως ξένου και οθνείου προς το Μοναχικόν δίκαιον της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Μετά την άρνηση αναγνωρίσεως με αυτή την μορφή, οι κληρονόμοι ζήτησαν την ανάκληση της ιδρυτικής πράξεως και από το Πρωτοδικείο Κυπαρισσίας.
Το 1982, ο Θεόκλητος με έγγραφό του ζήτησε από τον μητροπολίτη να αναγνωρισθεί ο τόπος ως «Ιερό Προσκύνημα». Έτσι, τρία χρόνια αργότερα, το 1985, δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», καθώς και στο περιοδικό «Εκκλησία», ο προσωρινός διοικητικός και διαχειριστικός Κανονισμός για το «Θεόκλητο Ιερόν Προσκύνημα Η Αγία Τριάς Ασκητηρίου Γαργαλιάνων», που μεταξύ άλλων προέβλεπε τη σύνταξη Εσωτερικού Κανονισμού από την Διοικούσα Επιτροπή μετά την Καθιέρωση του Ναού και τα εγκαίνια του Ιδρύματος. Εν τέλει, το Ιερό Προσκύνημα δεν εγκαινιάσθηκε ποτέ από τη Μητρόπολη, γιατί οι εμπλεκόμενοι δεν βρέθηκαν ποτέ σε συμφωνία για τον Εσωτερικό Κανονισμό.
Το 2008, στο κτιριακό συγκρότημα του «Ασκηταριού» πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας «Οι Ιππείς της Πύλου», του Νίκου Καλογερόπουλου, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τον Τάκη Σπυριδάκη. Μάλιστα, ο Νίκος Καλογερόπουλος προσέδωσε στο ερειπωμένο λαβύρινθο τον εύστοχο χαρακτηρισμό «Πολύπυλο». Τέλος, από το 2008 ο χώρος έχει περιέλθει στην κατοχή της οικογένειας Κωνσταντακόπουλου, ιδιοκτήτες του πολυτελούς ξενοδοχείου, Costa Navarino, στη Πύλο.