Η μάχη στο Μανιάκι
ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ
Στις αρχές του 1825 η Ελληνική Επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Ο Aιγύπτιος πολέμαρχος, μετά την κατάληψη του Νεόκαστρου (κάστρου της Πύλου), γρήγορα έγινε κυρίαρχος σχεδόν όλης της Μεσσηνίας και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς, που ήταν και το διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και το είχαν καταλάβει οι Έλληνες με την καθοδήγηση του Κολοκοτρώνη το 1821.
Ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), που ασκούσε τότε καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών, είδε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Επανάσταση και απελπισμένος, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους Έλληνες, αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος.
Φτάνοντας όμως στην Τριπολιτσά, ήρθε αντιμέτωπος με την απροθυμία των στρατιωτών να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ. Τότε, παρότι πολιτικός φίλος του Κουντουριώτη και αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, εισηγήθηκε την απελευθέρωση του δεύτερου καθώς και των άλλων αγωνιστών που κρατούνταν στην Ύδρα. Στη συνέχεια πήγε στο Λεοντάρι της Αρκαδίας, όπου συγκέντρωσε περί τους 1.500 άνδρες και κατόπιν οχύρωσε το ορεινό χωριό Μανιάκι της δυτικής Μεσσηνίας, το οποίο βρισκόταν σε δύσβατη τοποθεσία.
Ο Ιμπραήμ γνωρίζοντας τη θέση των ανδρών του Παπαφλέσσα κινήθηκε εναντίον τους με 3.000 ιππείς και πεζούς χωρίς η δύναμη του Παπαφλέσσα να έχει προλάβει να οχυρωθεί καλά στα πρόχειρα προχώματα (ταμπούρια). Κάποιοι από τους οπλαρχηγούς του πρότειναν να δώσουν αλλού τη μάχη, επειδή η περιοχή ήταν ακατάλληλη και τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει θα ήταν εύκολη υπόθεση για το αιγυπτιακό ιππικό. Ο Παπαφλέσσας όμως επέμεινε να δώσει τη μάχη στο Μανιάκι, υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που περίμενε.
Η ΜΑΧΗ
Στις 19 Μαΐου, φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα κατευθυνόμενα από το Ναυαρίνο προς τα ηπειρωτικά. Ο στρατός του Ιμπραήμ ήταν εντυπωσιακός σε αριθμό. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο αγωνιστής Φωτάκος. Στη θέα αυτή, περισσότεροι από 1.000 Έλληνες πανικοβλήθηκαν και αφήνοντας τις θέσεις τους, διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές. Έτσι η ελληνική δύναμη αριθμούσε πια περί τους 300 πολεμιστές. Η ήττα ήταν σίγουρη, το ίδιο και ο θάνατος εκείνη την ημέρα γιαυτό και η απόφαση να παραμείνουν στις θέσεις τους και να αντιμετωπίσουν έναν τέτοιο στρατό ήταν μια ηρωική πράξη.
Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους πεπειραμένους Αιγύπτιους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δεν θα ήταν δύσκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι οι τελευταίοι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα. Έτσι συμπλήρωσαν την κύκλωση και επιτέθηκαν με διαδοχικές εφόδους οι οποίες αποκρούστηκαν. Κατά το μεσημέρι ο στρατός του Ιμπραήμ σταμάτησε τις επιθέσεις για να γευματίσει. Τότε οι άλλοι Έλληνες οπλαρχηγοί συμβούλευσαν τον Παπαφλέσσα να επιχειρηθεί έξοδος ώστε να γλυτώσουν όσο γίνεται περισσότεροι πολεμιστές, καθώς θα τους βοηθούσε το ορεινό έδαφος. Ωστόσο ο Παπαφλέσσας δεν δέχθηκε για διάφορους λόγους. Όχι μόνο ήταν οργισμένος που εγκαταλείφθηκε από τους άνδρες του και δεν ήθελε να γυρίσει ηττημένος στο Ναύπλιο αλλά επίσης πίστευε ότι ελάχιστοι θα γλύτωναν από τα πυρά του αιγυπτιακού τακτικού στρατού. Επιπλέον, ήταν βέβαιος πως σύντομα θα κατέφθαναν οι ενισχύσεις. Όταν οι Αιγύπτιοι πραγματοποίησαν γενική έφοδο, εισέβαλαν στα ταμπούρια των Ελλήνων και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα του οποίου το σώμα και το κεφάλι βρέθηκαν σε διαφορετικά σημεία. Ελάχιστοι μόνο κατάφεραν να διαφύγουν πολεμώντας σκληρά, μέσα από μια ρεματιά, την έξοδο της οποίας φρουρούσαν οι Αιγύπτιοι.
Οι ενισχύσεις που περίμενε ο Παπαφλέσσας δεν έφθασαν ποτέ. Οι 1.500 άνδρες του Δημήτρη Πλαπούτα έριξαν από μακριά μερικές τουφεκιές για να δώσουν θάρρος στον Παπαφλέσσα, ενώ ο αδελφός του, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες, και ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης με άλλους 1.000 αγωνιστές, έμαθαν για την καταστροφή όταν έφτασαν στο χωριό Κουτήφαρι και επέστρεψαν στις βάσεις τους.
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
Ακόμη και έπειτα από πολλά χρόνια, βρίσκονταν στον τόπο της μάχης τα σχισμένα από τις σπαθιές κρανία των νεκρών, Ελλήνων και Αιγυπτίων. Ήταν άνιση μάχη και ο Παπαφλέσσας χαρακτηρίστηκε, σε λιθογραφία της εποχής που τυπώθηκε στο Παρίσι, «νέος Λεωνίδας».
Σύμφωνα με την παράδοση, την οποία αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της Επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν, τους διέταξε να τοποθετήσουν πάνω στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να τον στήσουν σε μια βελανιδιά που βρισκόταν (και βρίσκεται ακόμα και σήμερα) εκεί. Τότε ο Ιμπραήμ θαύμασε το επιβλητικό παράστημα του νεκρού Παπαφλέσσα και είπε, κατά τον Φωτάκο, «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν». Κατά μία λαϊκή αφήγηση, τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Η καταστροφή στο Μανιάκι ήταν η αρχή του τέλους για την επανάσταση.
Μετά τη νίκη του εκεί, ο Ιμπραήμ προχώρησε και κατέλαβε την Αρκαδιά. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας με την πυρπόληση της Καλαμάτας και, νικώντας αποφασιστικά τον Κολοκοτρώνη στη μάχη της Τραμπάλας, μπόρεσε να εισβάλλει στην καρδιά της Πελοποννήσου και να καταλάβει την Τριπολιτσά.
Έτσι όλα τελείωσαν για τους επαναστατημένους Έλληνες που είχαν πια χάσει σχεδόν ολόκληρο τον μοριά. Οι θυσίες τους όμως, όπως αυτή στο Μανιάκι, είχαν σπείρει το φιλελληνικό αίσθημα σε όλη την Ευρώπη το οποίο έγινε αιτία για να πλεύσουν, δυο χρόνια αργότερα, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις προς τον κόλπο του Ναυαρίνου όπου παίχτηκε το τελευταίο χαρτί της επανάστασης και η κατάληξη όλων των αγώνων στη μεγάλη ναυμαχία που έκρινε το μέλλον της Ελλάδας.