Σημείο 6-Διαδρομή του Ν. Καζαντζάκη και του αληθινού Γεώργιου Ζορμπά στη Στούπα
Αυτό το ταπεινό άνοιγμα στους βράχους, αυτό το μικρό λιμανάκι με την υγρή του ανάσα και την πέτρινη σιωπή, υπήρξε για τον Νίκο Καζαντζάκη ιερό καταφύγιο. Εδώ, μέσα στη σπηλιά, κάτω από τον ήχο του κύματος, βίωσε στιγμές πνευματικής έξαρσης και υπαρξιακής γαλήνης. Ήταν ο χώρος όπου, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και εξωτερικές φασαρίες, μπορούσε να συναντήσει τον εαυτό του.
Οι λιγοστοί ντόπιοι τον έβλεπαν σαν αλαφροΐσκιωτο, έναν παράξενο διανοούμενο που μιλούσε με τη θάλασσα και τον ουρανό. Μα για εκείνον, η σπηλιά αυτή ήταν ναός – κι ο ίδιος, ένας ασκητής της σκέψης.
Η εποχή του Βούδα – Μάχη με το πνεύμα
Κατά την παραμονή του στη Στούπα, ο Καζαντζάκης είναι απορροφημένος από τον Βούδα – ένα έργο που θα του πάρει χρόνια να ολοκληρώσει, αλλά ήδη ωριμάζει βαθιά μέσα του. Εδώ, στη σπηλιά, διαβάζει, γράφει, διαλογίζεται. Ανάμεσα στους ήχους του νερού και της πέτρας, προσπαθεί να κυριεύσει όχι μονάχα τις λέξεις, αλλά και τα εσωτερικά του υψώματα.
«Έγραφα, πάλευα όλη μέρα. Το βράδυ είχα πια εξαντληθεί, μα ήμουν σίγουρος, είχα κυριέψει σήμερα κάμποσα υψώματα.
Ανυπομονούσα να ‘ρθει ο Ζορμπάς, να φάω, να κοιμηθώ, να πάρω καινούρια δύναμη και να ξαναρχίσω χαράματα τη μάχη.»
Η πνευματική του ζωή είναι ένας αδιάκοπος αγώνας — όχι με εξωτερικούς εχθρούς, αλλά με τα μεγάλα ερωτήματα. Εδώ, στη Στούπα, στην ερημιά αυτής της ακτής, ο Καζαντζάκης δεν ησυχάζει — πολεμά με τον Θεό, τον Άνθρωπο και τον Εαυτό του.
Το Καλογερικό – Ο Μυτερός Βράχος του Διαλογισμού
Πίσω από το λιμανάκι, υψώνεται ο μυτερός βράχος, γνωστός ως Καλογερικό. Εκεί, σε στιγμές περισυλλογής, ο Καζαντζάκης ανεβαίνει, ακουμπά τη ράχη του στην πέτρα και γράφει. Είναι ο τόπος του διαλογισμού, της έμπνευσης, της εσωτερικής τακτοποίησης.
«Σάββατο δειλινό, πρώτη του Μάρτη, ήμουν ακουμπισμένος σ’ έναν βράχο μπροστά στη θάλασσα κι έγραφα.
Είχα δει το πρώτο χελιδόνι, ήμουν χαρούμενος, έτρεχε το ξόρκι του Βούδα στο χαρτί.»
Ο Βούδας εδώ δεν είναι απλώς αντικείμενο μελέτης – είναι ενσάρκωση της αταραξίας που επιδιώκει ο συγγραφέας με πάθος. Ο Καζαντζάκης αναζητά μια γαλήνη όχι παθητική, αλλά εσωτερικά εκρηκτική.
Ο Βράχος του Γολέθρου – Η Νύχτα των Ποιητών
Πάνω από τη σπηλιά, δεσπόζει ένας άλλος βράχος, ο Βράχος του Γολέθρου. Λέγεται έτσι γιατί, πάνω του, κάθε πανσέληνο και κυρίως τα καλοκαιρινά βράδια, μαζεύονταν οι «εκλεκτοί της σκέψης» και μετέτρεπαν τη νύχτα σε θέατρο του πνεύματος.
Εδώ, ο Καζαντζάκης, ο Άγγελος Σικελιανός και η Μαρίκα Κοτοπούλη, απήγγειλαν στίχους κάτω από το φεγγαρόφωτο. Ο Σικελιανός με τη φωνή του σαν λύρα ομηρική, η Κοτοπούλη με το θεατρικό της πάθος, ο Καζαντζάκης με τις βαθιές του παύσεις.
Εκείνες τις νύχτες, η Μάνη δεν ήταν πια μόνο γη. Ήταν βήμα ποίησης, χώμα μυσταγωγίας, πεδίο της συνάντησης τέχνης και υπέρβασης.
Η σπηλιά, ο βράχος, η μοναξιά — όλα εδώ ήταν η άσκηση πριν την ανάσα.
Εδώ ο Νίκος Καζαντζάκης ετοίμασε τις πιο ώριμες φάσεις του έργου του. Εδώ δεν αναπαυόταν· εργαζόταν εσωτερικά, διαλυόταν και ξαναγεννιόταν, όπως ο ίδιος έλεγε, σαν το χελιδόνι που είδε πρώτο του Μάρτη.
Η σπηλιά αυτή, λοιπόν, δεν είναι μόνο γεωλογικός σχηματισμός. Είναι σύμβολο μιας μυστικής διαδρομής.
Είναι το εσωτερικό του κελί – όχι μοναχού, αλλά μαχητή του πνεύματος.
Και σήμερα, όποιος στέκεται μπροστά της και ακούει το κύμα να χτυπά τον βράχο, ίσως νιώσει κάτι περισσότερο από θρόισμα φύλλων.
Ίσως ακούσει τον ίδιο τον Καζαντζάκη να ψιθυρίζει…!