Σημείο 5-Διαδρομή του Ν. Καζαντζάκη και του αληθινού Γεώργιου Ζορμπά στη Στούπα

Λίγο πιο μέσα από την παραλία της Καλόγριας, εκεί όπου το μονοπάτι χαμηλώνει και τα πέτρινα τοιχία σιγοψιθυρίζουν ιστορίες, αναβλύζει ακόμα μια ταπεινή, διαρκής πηγή. Το νερό της δρόσιζε τους κατοίκους και τα κοπάδια τους — ένα σημείο ζωής για τον τόπο, και ένα σημείο στοχασμού για τον Νίκο Καζαντζάκη.
Εδώ, κάθε απόγευμα, κατέβαζαν οι βοσκοί τα πρόβατά τους για να ξεδιψάσουν. Κι εδώ, ο Καζαντζάκης γνώρισε μια μορφή που τον εντυπωσίασε και την πέρασε στη λογοτεχνία του: τον γερο-Νικολή.
Ο Γέρο Νικολής – Ο Άνθρωπος που Νίκησε την Ανάγκη
Ο γέρο-Νικολής δεν ήταν απλός βοσκός. Ήταν σύμβολο αυτάρκειας και ελευθερίας. Ζούσε χωρίς καμία εξάρτηση από τον πολιτισμό της εποχής. Ό,τι φορούσε, το είχε φτιάξει μόνος του:
- Τσαρούχια από δέρμα χοίρου
- Ρούχα από μαλλί προβάτου
- Κάπα από γιδότριχα
- Κουμπιά από αγκάθια της αγραπιδιάς
Ο Καζαντζάκης τον παρατηρεί με θαυμασμό. Αυτός ο άνθρωπος, ανώνυμος και αθόρυβος, είχε κατακτήσει την αυτάρκεια. Δεν χρειαζόταν τίποτα απ’ ό,τι παράγει η βιομηχανία. Δεν εξαρτιόταν από κανέναν.
Ήταν η ζωντανή ενσάρκωση της ελευθερίας – κι αυτό, για τον Καζαντζάκη, ήταν υπέρτατη αρετή.
«Ο Ζορμπάς ήταν η πράξη. Ο γεροβοσκός ήταν η αυτάρκεια. Κι εγώ ήμουν η αγωνία για τη σύνθεση των δύο.»
Η Συκιά της Αρχοντοπούλας – Η Ποίηση του Τοπίου
Πάνω από την πηγή δεσπόζει ακόμα – θρυλική πια – η γιγαντιαία συκιά, με τον κορμό διχαλωτό, γερασμένο, σχεδόν ανθρώπινο. Ο Καζαντζάκης την περιγράφει στο βιβλίο του σαν «Της Αρχοντοπούλας η συκιά»:
«Περνούσαμε από μια μεγάλη συκιά. Διδυμάρικος ο κορμός της, περιπλεμένος, κι άρχιζε να κουφαλιάζει από τα γερατειά.»
Η συκιά αυτή δεν είναι απλώς δέντρο. Είναι σύμβολο του χρόνου, της μνήμης και του παραμυθιού. Οι ντόπιοι έλεγαν πως ήταν στοιχειωμένη. Ο Καζαντζάκης της χάρισε ένα όνομα – και μ’ αυτό, την αθανασία.
Η Σγούρνα – Μνήμη γυναικών και πειραγμάτων
Δίπλα στην πηγή, σώζεται ακόμα η μεγάλη πέτρινη γούρνα – ή, όπως λέγανε παλιά, η σγούρνα. Εκεί έπλεναν τα χονδρόρουχα οι γυναίκες του χωριού, βουτώντας τα στα νερά της πηγής, τρίβοντας με σαπούνι και στάχτη, συνοδεία κουβέντας, τραγουδιού και πού και πού κάποιου λοξού βλέμματος προς τον πέρα κόσμο.
Ένα βράδυ, η γούρνα έγινε σκηνή θεάτρου. Ο Ζορμπάς, με την παιγνιώδη του διάθεση, ντύθηκε φάντασμα και κρύφτηκε μέσα της για να τρομάξει έναν ντόπιο εργάτη, που ήταν γνωστός για τη φοβητσιά του. Όταν εκείνος πλησίασε ανύποπτος για να πάρει νερό, ο Ζορμπάς πετάχτηκε μέσα από τη γούρνα ουρλιάζοντας, και λένε πως ο εργάτης το ’βαλε στα πόδια και δεν γύρισε για μέρες!
Μικρές ιστορίες. Κωμικά επεισόδια. Κι όμως, είναι αυτές οι στιγμές που χαράζουν τη μνήμη του τόπου.
Η πηγή, η συκιά, η σγούρνα – είναι η μικρογραφία της ζωής.
Εδώ, ο Καζαντζάκης αντίκρισε την αυτάρκεια του απλού ανθρώπου.
Εδώ, ο Ζορμπάς έσπειρε τον γέλιο.
Εδώ, το φυσικό τοπίο συνομιλεί με το πνεύμα.
Και ίσως, αν σταθείς ήσυχα και αφουγκραστείς τον ήχο του νερού, να ακούσεις ακόμα:
- Το μακρόσυρτο «μουουου» των κοπαδιών
- Τη φωνή του Ζορμπά που χλευάζει το φόβο
- Το μολύβι του Καζαντζάκη πάνω στο χαρτί
- Τη σκιά μιας αρχοντοπούλας που περιπλανιέται ανάμεσα στα φύλλα της συκιάς
Αυτός είναι ο τόπος όπου η καθημερινότητα συναντά τη μεταφυσική – και η απλότητα, τη διαχρονική σοφία.