Σημείο 10-Διαδρομή του Ν. Καζαντζάκη και του αληθινού Γεώργιου Ζορμπά στη Στούπα
Ανάμεσα σε σκιές, φτέρες και ξεχασμένα μονοπάτια, στο βουνίσιο ανάγλυφο της Πραστοβάς, παραμένουν αθέατες, αλλά ζωντανές, οι είσοδοι των γαλαριών του λιγνιτωρυχείου. Εκεί όπου άλλοτε αντηχούσε ο κασμάς, η φωνή του Ζορμπά, η ανάσα των εργατών. Εκεί όπου ο πόνος έγινε δουλειά, η πέτρα κάρβουνο, και το κάρβουνο – λογοτεχνία.
Σήμερα, οι κύριες είσοδοι έχουν εξαφανιστεί με τον χρόνο, μα δυο μικρές στοές στέκουν σαν στόματα σιωπηλά, έτοιμα να μιλήσουν σε όποιον σκύψει να ακούσει.
Η εξόρυξη – Ένα τοπίο φωτισμένο από ασετιλίνη
Η εξορυκτική δραστηριότητα ξεκίνησε το 1916 και διήρκεσε έως το 1918. Ήταν μια από τις πρώτες τέτοιες επιχειρήσεις στη Μάνη και αποτέλεσε οικονομική ανάσα για την τοπική κοινωνία. Οι εργάτες έσκαβαν με κασμάδες, παραμίνες και δυναμίτες, έσπρωχναν καρότσια γεμάτα κάρβουνο, το φόρτωναν σε τραινάκι τύπου ντεκοβίλ και το μετέφεραν μέχρι το «Λούκι», όπου γινόταν η διαλογή και το φόρτωμα στα καράβια μέσω ενός εναέριου συστήματος.
Το εσωτερικό των στοών ήταν υγρό, σκοτεινό και φωτιζόταν μόνο με λάμπες ασετιλίνης. Ξυλοδεσιές κρατούσαν τις οροφές. Ήταν ένας κόσμος κάτω από τη γη – κόσμος αγώνας, αλλά και πάθους.
Από το βιβλίο – Σελ. 219
«Οι εργάτες δούλευαν με λύσσα, μονάχα ο Ζορμπάς μπορούσε να τους συνεπάρει. Μαζί του η δουλειά γινόταν κρασί, τραγούδι, έρωτας… Πόλεμος ξεσπούσε μέσα στις γαλαρίες, κι ο Ζορμπάς τραβούσε μπροστά και πάλευε στήθος με στήθος.»
Ο Ζορμπάς – Ο Άνθρωπος που Έγινε Κάρβουνο
Ο Ζορμπάς δεν ήταν απλώς εργοδηγός – ήταν ψυχή του μεταλλείου. Με μάτι αετού και φωνή σφυρί, επόπτευε κάθε εργάτη, κάθε εργασία. Έδινε όνομα στις γαλαρίες: «Γουμένισσα, Κατουρλού, Στραβοκάνα». Τους έδινε πρόσωπο, για να τις νικήσει. Ήταν, όπως γράφει ο Καζαντζάκης, ένας πολεμιστής της ύλης.
Από το βιβλίο – Σελ. 139
«Κοίταζα το φιλόνι… Σκούρο καστανό, γυάλιζε…
Ο Ζορμπάς ήταν μουτζαλωμένος, ολοκάρβουνος, με μόνο τα ασπράδια των ματιών του να φέγγουν.
Είχε γίνει κάρβουνο – είχε καμουφλαριστεί για να πατήσει το κάστρο.»
Η καθημερινότητα – Μαρτυρίες ενός τόπου ζωντανού
Η επιχείρηση έδωσε δουλειά σε δεκάδες ανθρώπους από τη Στούπα και τα γύρω χωριά. Νερουλούδες, φορτωτές, μηχανικοί. Ανάμεσά τους και η Ευτυχία Θεοδωρακέα, 16 χρονών τότε, που κουβαλούσε στάμνες με νερό στους εργάτες. Έγινε φίλη με τις κόρες του Ζορμπά, κυρίως τη Φιλιώ, και ακόμα θυμόταν το γέλιο τους, τα ρούχα μαυρισμένα από τη σκόνη, την κόπωση και την αλληλεγγύη.
Ο Νικόλαος Ρουσέας, κάτοικος της Πραστοβάς, θυμάται την εποχή εκείνη ως ψωμοχρονιά. Οι στοές έδιναν ελπίδα. Ακόμη και όταν η ποιότητα του κάρβουνου αποδείχτηκε κακή, λόγω των πολλών υπόγειων νερών, κι η επιχείρηση έκλεισε, είχε μείνει η ευγνωμοσύνη. «Ο Ζορμπάς ήταν αυστηρός – αλλά άξιος», έλεγε.
Ο Καζαντζάκης – Παρών, αλλά πάντα αλλού
Ο Καζαντζάκης εμφανιζόταν σπάνια στο μεταλλείο. Κάθε του παρουσία έμοιαζε… υπνωτισμένη, αλλούτερη, όπως λένε οι ντόπιοι. Δεν ήταν του κάματου· ήταν της σκέψης. Παρατηρούσε, άκουγε, κατέγραφε. Ήταν παρών με την ψυχή, για να αποδώσει αργότερα τούτη την εμπειρία σε λογοτεχνία.
Από το βιβλίο – Σελ. 219
«Έδινε όνομα στις γαλαρίες… έτσι δεν μπορούσαν πια να του ξεφύγουν.»
Ο Ζορμπάς έδινε οντότητα στα άψυχα – και ο Καζαντζάκης, λόγο στους ανθρώπους.
Ο Αναγνώστης – Το Χιούμορ της Άγνοιας
Μια μοναδική πινελιά ανθρωπιάς είναι και ο «Αναγνώστης», υπαρκτό πρόσωπο, από τα ελάχιστα σπίτια της Πραστοβάς. Κάποτε βρήκε ένα βιβλίο χωρίς εξώφυλλο, και μόλις είδε την πρώτη σελίδα που έγραφε «Τα Περιεχόμενα», πίστεψε ότι είχε στα χέρια του ένα σπάνιο έργο με «πολύ περιεχόμενο» και το έφερε περήφανα στον Καζαντζάκη.
Ο συγγραφέας γέλασε με σεβασμό. Γιατί η άγνοια εδώ δεν ήταν ντροπή – ήταν αγνότητα, διάθεση προσφοράς, μια τρυφερή κωμικότητα που θύμιζε το βαθύτερο χιούμορ της ζωής.
Οι Γαλαρίες της Πραστοβάς δεν είναι μόνο απομεινάρια μιας βιομηχανικής εποχής. Είναι σκηνικό όπου διασταυρώθηκαν:
- Η πράξη του Ζορμπά
- Η σκέψη του Καζαντζάκη
- Η ελπίδα των εργατών
- Και η τιμιότητα ενός λαού που πολεμά για τον επιούσιο
Εδώ, μέσα στα έγκατα της Μάνης, η πέτρα δεν έκρυβε μόνο άνθρακα — έκρυβε ιστορίες, χαρακτήρες, μελλοντικές λέξεις. Ο Καζαντζάκης δεν χρειαζόταν να επισκέπτεται συχνά τον τόπο. Είχε δει, είχε νιώσει, είχε ενσωματώσει τον Ζορμπά – κι από τότε τον κουβαλούσε παντού μαζί του.
Και οι γαλαρίες, έστω σιωπηλές, δεν ξεχνούν. Στέκουν εκεί και περιμένουν το βήμα κάποιου που θα ακούσει όχι μόνο τον ήχο της πέτρας, αλλά τον αντίλαλο μιας ζωής που έγινε μυθιστόρημα.Αρχή φόρμας