Σημείο 2-Διαδρομή του Ν. Καζαντζάκη και του αληθινού Γεώργιου Ζορμπά στη Στούπα
Στην παραλία της Καλόγριας, εκεί όπου τα πεύκα γέρνουν σαν να αφουγκράζονται τις ιστορίες του παρελθόντος, ένα έργο τέχνης μιλά πιο ηχηρά κι από λόγια: μια τοιχογραφία. Σε αυτήν, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Γεώργιος Ζορμπάς απεικονίζονται όπως ήταν το 1917 – νέοι μεν, μα σημαδεμένοι ήδη από τις εμπειρίες της ζωής. Ο ένας, στοχαστής και διανοούμενος στα 34 του. Ο άλλος, λαϊκός σοφός, ελεύθερο πνεύμα και παθιασμένος με τη ζωή, στα 50 του.
Η τοιχογραφία δεν είναι αυθαίρετη καλλιτεχνική φαντασία· βασίζεται σε ιστορική φωτογραφία που είχε δωρίσει ο ίδιος ο Καζαντζάκης στον Ζορμπά, με χειρόγραφη αφιέρωση και ημερομηνία 1917. Είναι μια σπάνια εικόνα – σπάνια όχι μόνο ως ντοκουμέντο εποχής, αλλά και γιατί αποτυπώνει τη στιγμή μιας αληθινής ανθρώπινης συνάντησης. Δύο άνδρες από διαφορετικούς κόσμους, που έσμιξαν εδώ, στη γη της Μάνης, και άλλαξαν ο ένας τη ζωή του άλλου.
Η δημιουργία της τοιχογραφίας έγινε με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την παραμονή των δύο ανδρών στη Στούπα. Το Σωματείο ΝΑΡΤΟΥΡΑ ανέλαβε την πρωτοβουλία, και οι κάτοικοι της περιοχής συνέβαλαν ο καθένας με το δικό του τρόπο – άλλος με χρήματα, άλλος με εργασία, άλλος απλώς με καρδιά. Έτσι, η τέχνη έγινε συλλογική μνήμη και φόρος τιμής.
Καζαντζάκης & Ζορμπάς – Μια Ζωντανή Αντίθεση
Η τοιχογραφία δεν δείχνει μόνο δύο πρόσωπα – δείχνει δύο σύμπαντα. Ο Καζαντζάκης, με το βαθύ του βλέμμα, σαν να κουβαλά το βάρος των ιδεών και των υπαρξιακών του αναζητήσεων. Ο Ζορμπάς, με το σώμα γυμνό από κάθε θεωρία, με τη σάρκα και το πνεύμα σε διαρκή έκσταση, να ακτινοβολεί ζωή. Δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί – κι όμως, αυτή η αντίθεση είναι που γέννησε τη φλόγα.
Η συμβίωσή τους εδώ δεν ήταν μόνο επαγγελματική, καθώς δούλευαν μαζί στο λιγνιτωρυχείο της Πραστοβάς. Ήταν κυρίως πνευματική – ένα είδος μαθητείας του ενός στην ελευθερία του άλλου. Ο Καζαντζάκης έβρισκε στον Ζορμπά την ακατέργαστη σοφία του ανθρώπου που δεν διάβασε ποτέ φιλοσοφία αλλά την έζησε. Ο Ζορμπάς έβλεπε στον Καζαντζάκη έναν φίλο, έναν αδερφό, κάποιον που τον ένιωθε βαθιά.
Έμπνευση για την Αθανασία
Αυτή η σχέση έμελλε να γίνει αθάνατη μέσα από το αριστούργημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, το οποίο εκδόθηκε αρχικά στο Παρίσι το 1947. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρόσωπο του Ζορμπά, όπως περιγράφεται στο βιβλίο, είναι τόσο ολοζώντανο: γιατί είναι πραγματικό. Η μορφή του Ζορμπά, με τη φωνή του, τον χορό του, τα ξέφρενα γέλια του, τα δάκρυά του και τη θρησκευτική του αγάπη για τη ζωή, «γεννήθηκε εδώ» – και αποτυπώθηκε για πάντα στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη.
Η τοιχογραφία, λοιπόν, είναι κάτι παραπάνω από ένα έργο τέχνης. Είναι παράθυρο σε μια εποχή, σε έναν τόπο και σε μια φιλία που άλλαξε τον ρου της ελληνικής – και όχι μόνο – λογοτεχνίας.
Εδώ, μπροστά στην τοιχογραφία, ο επισκέπτης δεν βλέπει απλώς δύο μορφές. Βλέπει τη δύναμη της ανθρώπινης συνάντησης. Βλέπει πώς η ζωή – ακόμα κι αν κρατήσει μόνο δύο χρόνια – μπορεί να γεννήσει αιωνιότητα. Και καταλαβαίνει γιατί ο Καζαντζάκης έγραψε:
«Αν ξαναγεννιόμουν, ήθελα να ’μουν πάλι με τον Ζορμπά.»
Ο Αληθινός Ζορμπάς – Ο Άνθρωπος που Έγινε Μύθος
Πριν γίνει μυθιστόρημα. Πριν γίνει θεατρικός ήρωας, κινηματογραφική μορφή, σύμβολο ζωής, χορού και ελευθερίας. Ο Ζορμπάς υπήρξε άνθρωπος. Σάρκα και οστά, ιδρώτας και πάθος, χαρά και πένθος. Ο αληθινός Ζορμπάς λεγόταν Γιώργης Ζορμπάς και ήταν Μακεδόνας από τον Κολινδρό Πιερίας, γεννημένος το 1865. Μεγάλωσε στο ορεινό Καταφύγγι της Κοζάνης, μέσα σε δύσκολους καιρούς, κάτω από την τουρκική κατοχή. Ήταν γιος του Φώτη Ζορμπά και της Ευγενίας Σπανού.
Παιδί μιας μεγάλης οικογένειας, με τρία αδέλφια – τον Γιάννη, γιατρό, τον Ξενοφώντα, μηχανικό, και την Κατερίνα – ο Ζορμπάς επέλεξε άλλο δρόμο: τον δρόμο της εμπειρίας και του μόχθου. Όπως έλεγε ο ίδιος, «έμαθα όλα τα επαγγέλματα του μυαλού και του ποδαριού». Και δεν υπερέβαλλε.
Μεταλλωρύχος – ο άνθρωπος που "άκουγε" τη γη
Η ζωή του τον έφερε στα μεταλλεία της Χαλκιδικής. Εκεί, κατέκτησε με τα χέρια και την καρδιά του έναν ασυνήθιστο σεβασμό. Ήξερε τη γη – την άκουγε. Όταν χτυπούσε το έδαφος με το σφυρί, ήξερε τι κρυβόταν από κάτω. Ποτέ δεν έκανε λάθος· οι συνάδελφοί του τον εμπιστεύονταν τυφλά. Ο Ζορμπάς ήταν ένας αυθεντικός λαϊκός σοφός, σμιλεμένος με τον ιδρώτα και το ένστικτο.
Έρωτας, γάμος, απώλεια
Στα χρόνια της νιότης του, ερωτεύτηκε παράφορα την κόρη του επιστάτη του, την Ελένη Καλκούνη, μόλις δεκαέξι ετών. Την έκλεψε και την παντρεύτηκε. Η Ελένη, μια δυναμική γυναίκα, του χάρισε οκτώ παιδιά – αν και δύο από αυτά χάθηκαν νωρίς. Ο θάνατός της, στα τριάντα τρία της από φυματίωση, τον σημάδεψε. Ο Ζορμπάς, παρά την πολυτάραχη ερωτική του ζωή, δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Η Ελένη έμεινε η μεγάλη του αγάπη.
Ο Ζορμπάς στη Στούπα – Το πάθος για τη ζωή
Το 1917, ο Ζορμπάς φτάνει στη Στούπα της Μάνης, καλεσμένος από τον Νίκο Καζαντζάκη για να αναλάβει ως αρχιεργάτης στο μεταλλείο της Πραστοβάς. Έρχεται μαζί με έξι από τα παιδιά του και εγκαθίστανται στην παραλία της Καλόγριας. Εκεί, στο μικρό σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, γεννιέται μια φιλία που θα μείνει στην ιστορία.
Ο Ζορμπάς ξεσηκώνει τη Στούπα με την παρουσία του. Άνθρωπος του κεφιού, του γλεντιού και του χορού, ζωντανεύει το χωριό – όπως εκείνες τις Απόκριες του ’17, όπου ντυμένος μπαρμπούτης σκόρπισε το γέλιο με τις γκέστες του. Παρότι ελεύθερο πνεύμα, ποτέ δεν προκάλεσε την τοπική κοινωνία. Είχε το δικό του τρόπο να φεύγει για Καλαμάτα με τη δικαιολογία "λείπει ένα υλικό", ενώ στην πραγματικότητα επισκεπτόταν τη συνοικία της διασκέδασης. Ήξερε να ζει – και να μην δίνει λογαριασμό σε κανέναν.
Το τέλος και η παρακαταθήκη
Ο τελευταίος σταθμός της ζωής του ήταν τα Σκόπια. Εκεί απέκτησε δικό του μεταλλείο. Όταν οι Ναζί το κατέσχεσαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν άντεξε την αδικία. Πέθανε από τον καημό. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο Μούντελ των Σκοπίων. Οι απόγονοί του ζουν ακόμη στην Ελλάδα και στη Βόρεια Μακεδονία. Ανάμεσά τους, σημαντικά ονόματα, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο εμβληματικός ροκ μουσικός – δισέγγονός του από την κόρη του Τασία – και ο μουσικός Νίκος Κεχαγιάς.
Η αδελφότητα των δύο ανδρών
Ο Καζαντζάκης και ο Ζορμπάς είχαν συναντηθεί πρώτα στο Άγιο Όρος. Ο συγγραφέας διέκρινε στον Γιώργη έναν άνθρωπο με εκρηκτικό ταμπεραμέντο, εμπειρία και αυθεντικότητα. Τον κάλεσε στη Μάνη, και δεν το μετάνιωσε ποτέ. Ζώντας μαζί, έδεσαν σαν αδέρφια. Όταν ο Καζαντζάκης έμαθε για τον θάνατό του το 1941, η απώλεια ήταν τέτοια που, στην Αίγινα πια, άρχισε να γράφει το αθάνατο έργο του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Η Μάνη είχε περάσει στη μνήμη του σαν όνειρο πυρακτωμένο. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, ο τόπος, οι στιγμές, το βλέμμα του Ζορμπά, όλα ήταν ακόμα εκεί – ολοζώντανα.
«Ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μην φοβούμαι τον θάνατο… Αν είχα να διαλέξω έναν γκουρού στον κόσμο όλο, θα διάλεγα αυτόν.»
Ο χορός – η γλώσσα της ψυχής
Ο ίδιος ο Ζορμπάς ανταποκρίθηκε με τον δικό του τρόπο. Στη σελίδα 343 του βιβλίου, φωνάζει στον αφεντικό του:
«Άνθρωπο δεν αγάπησα σαν κι εσένα... Θα τα χορέψω το λοιπόν! Στάσου παράμερα μην σε πατήσω!»
Και με ένα σάλτο, τα χέρια και τα πόδια του γίνονται φτερούγες. Ένας αρχάγγελος αντάρτης – έτσι τον είδε ο Καζαντζάκης, κι έτσι τον θυμόμαστε.
Από τον Γιώργη στον Αλέξη – και στον κόσμο όλο
Αρχικά, ο ήρωας του βιβλίου λεγόταν Γιώργης Ζορμπάς. Όμως μετά από μήνυση του γιου του, Ανδρέα Ζορμπά, ο Καζαντζάκης άλλαξε το όνομα σε Αλέξης, δηλαδή «αυτός που αντιστέκεται». Η ιστορία πέρασε στον παγκόσμιο κινηματογράφο το 1964 με την ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Άντονι Κουήν ενσάρκωσε τον Ζορμπά με τέτοια δύναμη, που τον κατέστησε αιώνιο πρόσωπο του ελληνικού πνεύματος. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, γνωστή πλέον ως συρτάκι, συνέδεσε τον ήρωα με έναν χορό παγκόσμιας αναγνώρισης.
Μπουζούκι, όχι σαντούρι
Στο βιβλίο, ο Ζορμπάς παίζει σαντούρι. Όμως ο αληθινός Ζορμπάς δεν ήξερε το όργανο αυτό – ήξερε μπουζούκι, και το έπαιζε καλά. Ίσως ο Καζαντζάκης να διάλεξε το σαντούρι για τον ήχο του – πιο λυρικό, πιο καημός. Ίσως γιατί με αυτό εκφράζεται καλύτερα ο πόνος και η μοναξιά.
Γιατί στην Κρήτη και όχι στη Μάνη;
Στο βιβλίο, ο συγγραφέας τοποθετεί την ιστορία στην Κρήτη. Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική: όλα συνέβησαν εδώ, στη Μάνη. Στη Στούπα. Στην παραλία της Καλόγριας. Στα λιγνιτωρυχεία της Πραστοβάς. Όταν ρωτήθηκε, απάντησε:
«Στην Μάνη γνώρισα θαυμάσιους ανθρώπους, μα έζησα λίγο. Την Κρήτη την ξέρω καλά, την κουβαλάω μέσα μου.»
Ίσως, τελικά, ο Καζαντζάκης διάλεξε την Κρήτη όχι γιατί ήθελε να αποκρύψει την αλήθεια, αλλά γιατί κάθε συγγραφέας ξαναγράφει τη ζωή του εκεί όπου χτυπά πιο δυνατά η καρδιά του.
Εδώ, στη Στούπα, κάτω από τον ίδιο ήλιο που έλαμψε στα πρόσωπά τους, ο επισκέπτης μπορεί να νιώσει την παρουσία τους – του Γιώργη και του Νίκου. Όχι σαν μύθους, αλλά σαν ανθρώπους που, με έναν τρόπο μαγικό, έγραψαν μαζί το πιο δυνατό τραγούδι για τη ζωή, τον θάνατο και την ελευθερία.