Σημείο 4-Διαδρομή του Ν. Καζαντζάκη και του αληθινού Γεώργιου Ζορμπά στη Στούπα
Αυτός ο φαινομενικά ασήμαντος τόπος, μια στροφή του μονοπατιού δίπλα στη θάλασσα, κάποτε φιλοξενούσε μια καλύβα. Όχι όποια κι όποια: ήταν η καλύβα του Νίκου Καζαντζάκη, το άσυλο του μεγάλου στοχαστή κατά τη διετία 1917–1918, τα χρόνια της παραμονής του στη Στούπα.
Δεν ήταν απλώς ένα σπίτι. Ήταν το μέρος, το καταφύγιο όπου ο Καζαντζάκης γράφει, σκέφτεται, προσεύχεται, γελάει με τον Ζορμπά, βουλιάζει στην εσωτερικότητα, ελευθερώνεται.
Ένα κατάλυμα φτιαγμένο από απλότητα
Χτισμένη σε κτήμα του Ανδρέα Εξαρχουλέα (σήμερα ιδιοκτησία Δημητρίου Γ. Εξαρχουλέα), η καλύβα ήταν ένα ταπεινό κατασκεύασμα από ευτελή υλικά: καλάμια, ξύλα, λυγαριές, άχυρα και γκαζοτενεκέδες. Και όμως, ο συγγραφέας φρόντισε να ζητήσει κάτι ξεχωριστό: η πόρτα και το παραθυράκι να έχουν τοξωτό σχήμα, στον αγαπημένο του γοτθικό ρυθμό, γιατί –όπως έλεγε– ο άνθρωπος έχει «την τάση ν’ ανεβαίνει ψηλά, για να δει το πρόσωπο του Θεού».
Στο εσωτερικό, κυριαρχούσε η ασκητική λιτότητα:
Ένα ξύλινο ράντζο, ένα γραφειάκι, μια φθαρμένη καρέκλα, μια στάμνα, ένα καμινέτο για το φασκόμηλο, ένα μαγκάλι, μερικά βιβλία και το πορτρέτο του αγαπημένου του Τολστόι. Αυτά του έφταναν.
Σελίδα 70: «Είχαμε στεριώσει με καλάμια, με λυγαριές και με γκαζοτενεκέδες μια παράγκα κοντά στη θάλασσα...»
Σελίδα 115: «Κάθουμαι μέσα στην παράγκα και κοιτάζω τον κόσμο να θαμπώνει και τη θάλασσα να φωτολαμπυρίζει σταχτοπράσινη...»
Το εξωτερικό σκηνικό: φωτιά, παρέα και η μαγεία του Ζορμπά
Μπροστά στην καλύβα, σε μια μικρή φωλιά της γης, ο Ζορμπάς άναβε συχνά φωτιά. Μαγείρευε με τέχνη, άλλοτε μια μυρωδάτη μπαζίνα με την ξυλοκουτάλα του από το Άγιο Όρος, άλλοτε απλούς, αλλά θαυμαστούς μεζέδες.
Σελίδα 91: «Πήρε μια αγκαλιά ξύλα, τα κάλυψε με τέχνη ανάμεσα σε δύο πυρομάχους, άναψε φωτιά... κι άρχισε το μαγείρεμα.»
Μια φορά, λένε, όταν ο Ζορμπάς ζάλιζε τον κυρ-Νίκο με το ερώτημα «τι να μαγειρέψω;», εκείνος του είπε αφηρημένος:
«Βράσε πέτρες!»
Ο Ζορμπάς, φυσικά, υπάκουσε – και όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, τον κάλεσε:
«Έλα αφεντικό, έκανα μια πετρόσουπα μούρλια!»
Ήταν μάγειρας, φίλος.
Ο σεισμός και το τέλος της καλύβας
Το 1927, ένας ισχυρός σεισμός συγκλόνισε την περιοχή. Ογκόλιθοι κατακρημνίστηκαν από το βουνό και καταπλάκωσαν την καλύβα. Η απώλεια ήταν υλική – μα η μνήμη έμεινε άθικτη. Σήμερα, η καλύβα δεν υπάρχει. Μα η αύρα της αιωρείται ακόμη.
Μαρτυρίες ζωντανής μνήμης
Οι ντόπιοι θυμούνται. Ο Παναγιώτης Εξαρχουλέας, οκτώ χρονών τότε, θυμόταν τη τρύπια ψάθινη καρέκλα και τον Καζαντζάκη με... πιτζάμες – άγνωστο θέαμα για τα χωριατόπαιδα.
«Τον κοροϊδεύαμε: “Βρακά! Βρακά!”»
Η Κατερίνα Ανδρέα Εξαρχουλέα θυμάται έναν λιτό, σεμνό άνθρωπο. Του πρόσφερε να σκουπίσει την κάμαρα ή να του μαγειρέψει στριφτάδια – και της απαντούσε ήρεμα:
«Έχω ακόμα τις φακές.»
Όταν ψιλόβρεχε και τον είδε να περπατά στη βροχή, τον παρακάλεσε να μπει μέσα. Εκείνος της χαμογέλασε και είπε:
«Δεν πειράζει, Κατερίνα. Είναι ωραίο πράγμα η βροχή.»
Λιτοδίαιτη ψυχή – Ο Καζαντζάκης και η τροφή του
Εν μέσω πολέμου και αποκλεισμών, η διατροφή ήταν φτωχή. Ο Καζαντζάκης όμως δεν είχε απαιτήσεις. Του αρκούσαν παξιμάδια με λάδι, ελιές, χόρτα, φασόλια, λουπίνα. Μόνο όταν ήρθε ο Σικελιανός, με τον προσωπικό του μάγειρα, μπήκαν στο τραπέζι κοτόπουλα, ψάρια, μεζέδες – πολυτέλειες για έναν που έβρισκε ευτυχία στο κάστανο και το κρασί.
Σελίδα 105: «Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο – ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας...»
Βαφτίσεις, φιλίες και καθημερινότητα
Ο μικρός Γιώργης Α. Εξαρχουλέας, βαφτισμένος από τον Ζορμπά, θυμάται τη βαφτιστική γιορτή. Είχαν μεγάλη πείνα – και όμως, η μητέρα του μαγείρεψε σπανακόρυζο που το τίμησαν όλοι, ακόμη και οι επισκέπτες του Καζαντζάκη. Ο πατέρας του τον προέτρεπε:
«Μακάρι να μοιάσεις στο νονό σου έστω στο δαχτυλάκι!»
Η κόρη του Ζορμπά, η Ανδρονίκη, η «νονά» για όλα τα παιδιά, ερχόταν συχνά στη Στούπα μέχρι το τέλος της ζωής της. Ομολογούσε πως «τα καλύτερα χρόνια της ζωής της τα πέρασε στην Καλόγρια».
Από τον γαμπρό της Ανδρονίκης, φωτογράφο στο επάγγελμα, έχουμε φωτογραφικά τεκμήρια της παρουσίας του Καζαντζάκη και του Ζορμπά στην περιοχή – που, δυστυχώς, αρκετά χάθηκαν με τον καιρό.
Η καλύβα αυτή δεν ήταν μόνο μία κατοικία. Ήταν σύμβολο.
Στην απλότητά της στέγασε έναν από τους πιο πολυσχιδείς νους του 20ού αιώνα.
Στην ταπεινότητά της γέννησε στιγμές που έγιναν λογοτεχνία, που έγιναν πνεύμα, που έγιναν παγκόσμια φωνή.
Εδώ, στη σκιά της καλύβας που δεν υπάρχει πια, ο κόσμος μοιάζει λίγο πιο αληθινός. Κι αν σωπάσει κανείς, ίσως ακούσει το τσούγκρισμα του μαγκαλιού, τα βήματα του Ζορμπά, τη φωνή του Καζαντζάκη να ψιθυρίζει:
«Η ευτυχία δεν είναι παρά η απλότητα. Και η αλήθεια – ένα παραθυράκι που χωρά μονάχα η ψυχή.»