«Το τραμ της Καλαμάτας»
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, η ανάγκη για συγκοινωνιακή σύνδεση του κέντρου της Καλαμάτας με την παραλία (ως αποτέλεσμα της οικονομικής και εμπορικής ανάπτυξης της πόλης) οδήγησε στην κατασκευή δικτύου ηλεκτροκίνητου τραμ. Οι πρώτες προσπάθειες κατασκευής του ξεκίνησαν το 1898, επί δημαρχίας Πέτρου Καπετανάκη, χωρίς, όμως, κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Τελικά, τον Ιανουάριο του 1908, επί δημαρχίας Μπενάκη, ο Δήμος Καλαμάτας παραχώρησε στους ανάδοχους μηχανικούς Γ. Σεκάκο και Ιπποκράτη Απέργη την κατασκευή και εκμετάλλευση ηλεκτρικού τροχιόδρομου (τραμ) που θα συνέδεε την επάνω πόλη με την παραλία. Για την εγκατάσταση του εργοστασίου παραγωγής ρεύματος της εταιρίας, ο Δήμος αγόρασε οικόπεδο 1.000 τ.μ. βόρεια του εργοστασίου Οίνων και Οινοπνευμάτων «Ζαν και Ρως». Τον Απρίλιο του ίδιου έτους (1908) κατέφθασε από την Αμβέρσα του Βελγίου, στο λιμάνι της πόλης, το μεγάλο εμπορικό πλοίο «ΑΡΑΡΑΣ» με τον απαιτούμενο εξοπλισμό για την κατασκευή του τραμ.
Το κίτρινου χρώματος τραμ της Καλαμάτας λειτούργησε από το 1910 έως και το 1940. Το τραμ εκμεταλλεύτηκε η εταιρεία του Ιπποκράτη Απέργη («Ηλεκτρικοί Τροχιόδρομοι Καλαμών» μέχρι το 1929 και στη συνέχεια το αγόρασε η εύπορη οικογένεια των Στασινόπουλων («Στασινόπουλος και ΣΙΑ»). Τελικά, το 1939 η ανάδοχος εταιρεία δήλωσε τη διακοπή της τροχιοδρομικής συγκοινωνίας της πόλης, οπότε ο Δήμος Καλαμάτας αποφάσισε τη διάλυση της σύμβασης κηρύσσοντας έκπτωτη την εταιρεία. Έτσι, μετά από 30 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, το τραμ της Καλαμάτας διέκοψε την λειτουργία του στις 25 Νοεμβρίου του 1939 ή τον χειμώνα του 1940. Όταν το 1940 (Ελληνοϊταλικός πόλεμος) έφτασαν οι Ιταλοί στην Καλαμάτα πήραν τα βαγόνια του τραμ και τα μετέφεραν στις πολεμικές τους βιομηχανίες. Επίσης, ξήλωσαν τις ράγες και τις έκοψαν σε δίμετρα δοκάρια, τα οποία έστησαν όρθια κατά μήκος της παραλίας, φοβούμενοι πιθανή απόβαση των Συμμαχικών Δυνάμεων.
Η γραμμή του τραμ ήταν μετρικού εύρους, με παρακαμπτήριες σιδηροτροχιές σε ορισμένα σημεία για διασταυρώσεις, και εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο του 1910, με 24 δρομολόγια ημερησίως (κατά τους θερινούς μήνες) και 20 δρομολόγια (κατά τους χειμερινούς). Βάσει των στοιχείων που έχουμε, τα πρώτα τρία χρόνια λειτουργίας του «κόπηκαν» 700.000 εισιτήρια, ενώ τα επόμενα πέντε χρόνια ο αριθμός έφτασε το 1.500.000 εισιτήρια! Το τραμ είχε δύο μηχανές (μία εμπρος και μία πίσω) και αποτελείτο από 6 βαγόνια δύο αξόνων με 16 θέσεις, τα οποία κατασκευάστηκαν από την “Siemens AG”. Οι θέσεις βρισκόντουσαν εκατέρωθεν, με τη μορφή ξύλινων πάγκων, ενώ στη μέση υπήρχε χώρος για όρθιους. Επίσης, κατά μήκος των βαγονιών υπήρχε σχοινί, στο οποίο ήταν δεμένο ένα καμπανάκι για να ειδοποιούν οι επιβάτες τον οδηγό για την αποβίβασή τους, ενώ υπήρχε και εισπράκτορας.
Το δρομολόγιο που ακολουθούσε το τραμ σε καθημερινή βάση είχε ως ακολούθως: Αφετηρία του ήταν η Πλατεία Φραγκόλιμνας. Στη συνέχεια διέσχιζε την οδό Χρυσοστόμου Μελετίου και έβγαινε στη σημερινή οδό Υπαπαντής, κατηφορίζοντας προς την Πλατεία 23ης Μαρτίου και την κεντρική οδό Αριστομένους. Σε ευθεία γραμμή έφτανε στην παραλία, περνούσε μπροστά από το Τελωνείο και έβγαινε στην οδό Ναυαρίνου όπου την διέσχιζε πέρα από το «Πανελλήνιον», για περίπου 500 μέτρα. Το τραμ επέστρεφε από την οδό Ναυαρίνου, έφτανε στο ύψος της οδού Φαρών και από εκεί ανέβαινε κατευθείαν στην Πλατεία Φραγκόλιμνας όπου και τερμάτιζε.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε στο γεγονός πως για να περάσουν οι ράγες της γραμμής του τραμ χρειάστηκαν να κατεδαφιστούν τρία κτίσματα ιστορικής αξίας. Το πρώτο ήταν ο ναός του Αγίου Αθανασίου (γνωστός κι ως Αγιο-Θανασάκης) ο οποίος ανήκε στην οικογένεια Τζάνε και βρισκόταν στη σημερινή διασταύρωση Υπαπαντής και Χρυσοστόμου. Επρόκειτο για ναό του 13ου αιώνα όπου στην είσοδό του ξεχώριζε το σύμβολο του δικέφαλου αετού. Οι ενέργειες κατεδάφισής του ξεκίνησαν το 1908 και ολοκληρώθηκαν το 1916, ενώ πολλοί ήταν οι κάτοικοι που ήταν αντίθετοι με την πράξη αυτή. Όλα τα ιστορικά αντικείμενα του ναού μεταφέρθηκαν δίπλα, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το Στρατιωτικό Μουσείο Καλαμάτας, καθώς και ο «δίδυμος» ναός των Αγίων Νικολάου Φραγκολίμνης και του Αθανασίου Τζάνε.
Το δεύτερο κτίσμα που «θυσιάστηκε», το 1910, στο βωμό της εξέλιξης ήταν το μεγάλο ιστορικό πηγάδι του Αραπάλη επί της οδού Υπαπαντής, στο γνωστό καφενείο του Ταβουλαρίδη. Τέλος, κατεδαφίστηκε ο λεγόμενος «Σεισμογράφος» λόγω παλαιότητας και ενδεχομένων ισχυρών κραδασμών από το πέρασμα του τραμ. Ο «Σεισμογράφος» ήταν ένας μιναρές-κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας όπου κάθε απόγευμα ανέβαινε ο ιμάμης και κτυπώντας το καμπανάκι καλούσε τους πιστούς του Μωάμεθ να προσευχηθούν στον Αλλάχ. Ο πύργος βρισκόταν ανατολικά του ναού των Αγίων Αποστόλων, στην περιοχή όπου αργότερα εγκαταστάθηκαν τα γνωστά «Παπλωματάδικα». Αργότερα, μία σεισμογραφική εταιρεία εγκατέστησε στον πύργο έναν σεισμογράφο.
(Ορισμένες εκ των πληροφοριών αντλήθηκαν από την εκπομπή του Best TV, «Η ΠΑΛΙΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑ», Β. Μανιάτης, 1ος Κύκλος, Επεισόδιο 3, «Το Τραμ».