Μανιάτικος γδικιωμός
Η παράδοση του «γδικιωμού» ( ή «δικιωμού») ξεκίνησε στη Μάνη αιώνες πριν και είναι η εκδίκηση της οικογένειας του θύματος με φόνο στον φονιά. Όταν κάποιος δεν έπαιρνε εκδίκηση, εθεωρείτο ανάξιος και τον περιφρονούσαν, ενώ όταν στις προστριβές δεν υπήρχε φόνος, οι αρχηγοί άλλων οικογενειών αναλάμβαναν να μονιάσουν τις αντιμαχόμενες οικογένειες. «Γδικιωμός» δεν είναι μονάχα η εκδίκηση, αλλά και η τιμωρία μιας αδικίας, καθώς και η αποκατάστασή της που ως αποτέλεσμα έχει την δικαίωση.
Τον «γδικιωμό» αποφάσιζε με ψυχραιμία ένα οικογενειακό συμβούλιο, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να τιμωρηθεί προσωπικά ο ένοχος της πράξης. Η εκδίκηση μπορούσε να στραφεί και εναντίον άλλου μέλους της αντίπαλης οικογένειας. Τα αρσενικά παιδιά της οικογένειας (όταν ο πατέρας τους έπεφτε θύμα «γδικιωμού») ανατρέφονταν με μοναδικό σκοπό να πάρουν το αίμα τους πίσω. Συγκεκριμένα, ο άγραφος νόμος έλεγε ότι «ο φιλότιμος άνδρας δεν χαρίζει ποτέ το δίκιο του». Το πρώτο κτύπημα δεν γινόταν απροειδοποίητα. Χτυπούσαν οι καμπάνες, τα δύο αντίπαλα μέρη πήγαιναν στους πύργους τους και από εκεί και μετά όλα ήταν επιτρεπτά. Όταν η εκδίκηση ολοκληρωνόταν, η οικογένεια κλεινόταν στο σπίτι της για να μην προκαλέσει την οικογένεια του σκοτωμένου.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο άγραφος κώδικας του «γδικιωμού» επέτρεπε μία προσωρινή ανάπαυλα (την λεγόμενη «τρέβα») κατά την περίοδο του οργώματος, της σποράς, του θερισμού, του αλωνίσματος και κατά το μάζεμα των ελιών. Μία περιορισμένη ανακωχή μπορούσε, επίσης, να γίνει όταν ένα μέλος των αντιπάλων οικογενειών είχε γάμο, βάφτιση ή κάποιο άλλο χαρμόσυνο γεγονός. Ένα άλλο γεγονός που μπορούσε να συμβιβάσει τα αντιμαχόμενα μέρη ήταν η Τουρκική απειλή. Η πιο μακροχρόνια ανακωχή ήταν αυτή που ζήτησε ο Μαυρομιχάλης, την παραμονή του πολέμου της Ανεξαρτησίας.
Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του Μανιάτικου «γδικιωμού» έπαιζαν και οι γυναίκες, οι οποίες με τα μοιρολόγια τους εξωθούσαν τους άντρες της οικογένειας στο φόνο. Μετά τον φόνο, η χήρα Μανιάτισσα νανούριζε τον ορφανό γιο της που του σκότωσαν τον πατέρα: «Να μεγαλώσης ν’αξιωθής και το σαρμά (=όπλο) να ζαλουθής (=φορτωθείς) να κυνηγήσης τον φονιά, απ’αγκρεμά και από βουνά, το δίκιο μας να γδικιωθή».
Ο συνηθέστερος τρόπος με τον οποίο τελείωνε ο «γδικιωμός» ήταν η εκμηδένιση της μίας μερίδας, οπότε τα υπολείμματά της σκορπίζονταν σε άλλα χωριά, αφήνοντας τα χωράφια και τους πύργους στον νικητή. Αν η νικημένη παράταξη αποφάσιζε να παραμείνει στο χωριό, τότε, έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη από τον νικητή με ένα καθορισμένο τελετουργικό τυπικό. Ο φονιάς, μαζί με την οικογένειά του άοπλη, πήγαινε ύστερα από συνεννόηση στο σπίτι του θύματος, γονάτιζε μπροστά στους γονείς του θύματος και έδειχνε έμπρακτη μετάνοια. Εκείνοι έσκυβαν τον φιλούσαν και η μάνα του νεκρού τον σκέπαζε με την ποδιά της λέγοντας: «Έτσι τόθε ο Θεός».
Ακολουθούσαν αγκαλιές και φιλιά εκατέρωθεν και κεράσματα (κυρίως κρέας και κρασί) όπου συμβιβάζονταν, τρώγοντας και πίνοντας. Σε τέτοιες περιπτώσεις συμφιλίωσης, αμφότεροι οι συμφιλιωμένοι, ονομάζονταν «ψυχαδελφοί».
Τέλος, το αντίθετο του «γδικιωμού» ήταν το «ψυχικό» ή «ψυχαδερφοσύνη», το οποίο ήταν το συμφιλιωτικό έθιμο της συγγνώμης και της συγχώρεσης. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το έθιμο της Κυριακής του Πάσχα όπου κατά την δεύτερη ανάσταση, οι αντιμαχόμενοι στέκονταν αντίκρυ και χαιρετιόντουσαν με το φιλί της αγάπης. Από το 1870, το έθιμο του «γδικιωμού» άρχισε σταδιακά να υποχωρεί, περνώντας τελικά στην ιστορία.